Εκεί μέσα ζούμε εδώ και πολύ καιρό λοιπόν
Αυτό που απλώς ξεκίνησε χτες (και συγκεκριμένα πριν από μερικούς μήνες) είναι η τελική φάση του πειράματος
Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Αν έχεις επί δεκαετίες εντρυφήσει μεταξύ άλλων, όχι μόνο σε ερμηνείες της «Αποκάλυψης» και άλλων προφητειών παλαιότερων και σύγχρονων Αγίων, αλλά και σε μέγα μέρος της λεγόμενης δυστοπικής ή μεταποκαλυπτικής λογοτεχνικής και κινηματογραφικής παραγωγής (από το «1984» του Όργουελ, τον «Θαυμαστό Γενναίο Κόσμο» του Χάξλεϋ, το «Αυτά δεν γίνονται εδώ» του Λιούις ή τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ μέχρι το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμπερυ, τον «Πιανίστα» του Βόνεγκατ, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», το «Μάτριξ», το «Equilibrium», το «V for Vendeta», τους «Αγώνες Πείνας» και εκατοντάδες ακόμη sci-fi αναγνώσματα και υψηλού ή χαμηλού κόστους ταινίες), είναι αδύνατο να μην επαναφέρεις στη μνήμη σου ένα τεράστιο όγκο «πληροφοριών», που παραπέμπει με θαυμαστή ομοιότητα σε όσα ζούμε σήμερα παγκοσμίως εξ αφορμής της λεγόμενης «πανδημίας».
Η ίδια η εποχή μάλιστα σε ωθεί να ασχοληθείς και πάλι με πολλά από αυτά τα έργα - και τότε είναι εντυπωσιακό πόσα καινούργια πράγματα ανακαλύπτεις εκ νέου μέσα τους και πόσο ακόμη πιο ανατριχιαστικά προειδοποιητικό (έως «προφητικό») αποδεικνύεται το περιεχόμενό τους. Και φυσικά αν διαθέτεις και στοιχειώδεις έστω γνώσεις από την παγκόσμια πολιτική Ιστορία, είναι αδύνατο να μην ξαναθυμηθείς ταυτόχρονα και τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν ακραία ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα (ιδίως το ναζιστικό και το σοβιετικό), συσχετίζοντάς τες με στοιχεία και καταστάσεις του ζοφερού παρόντος.
Το βασικό βεβαίως χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των δυστοπικών δικτατοριών (λογοτεχνικών, κινηματογραφικών ή και…πραγματικών) είναι ότι ξεκινούν με μία μεγάλη καταστροφή, είτε από παγκόσμιο πόλεμο είτε από κάποια φονική πανδημία. Που ανεξαρτήτως του αν είναι απολύτως υπαρκτή ή προπαγανδιστικά υπερδιογκωμένη και ανεξαρτήτως ακόμη του αν την επινοεί, κατασκευάζει και δρομολογεί το ίδιο το (υπαρκτό ή εκκολαπτόμενο) καθεστώς ή απλώς την εκμεταλλεύεται, αποτελεί βασικό εργαλειακό μηχανισμό για την ποδηγέτηση των πολιτών και την περιστολή και κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Και είναι λογικό, γιατί πάντα οι δικτατορίες (ακόμη και οι απροκάλυπτα στρατοκρατικές χούντες, πόσο δε μάλλον τα καθεστώτα που ξεκινούν ως δήθεν δημοκρατικά και σταδιακά αποβάλλουν ύπουλα όλα τα προσχήματα) εκμεταλλεύονται το αίσθημα αυτοσυντήρησης των ανθρώπων και επικαλούνται το γενικό καλό και το δημόσιο συμφέρον. Η ανάγκη της ασφάλειας και ο φόβος του θανάτου είναι ίσως οι μόνοι λόγοι που από καταβολής κόσμου κάνουν κάποιον να υποτιμήσει και να παραιτηθεί χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από τις ελευθερίες του. Ή ακόμη χειρότερα, να τις απεμπολήσει από μόνος του, εκχωρώντας αυτοβούλως - ενίοτε δε και με αγχώδη σπουδή - τα δικαιώματά του. Πάσα ομοιότης με τις ολοένα και μαζικότερα κλιμακούμενες νοσηρές καταστάσεις των εξουθενωμένων από τον τρόμο του κορωνοϊού ανθρωπίνων κοινωνιών του σωτηρίου έτους 2020 (που πλέον αποδεικνύονται καθημερινά όλο και λιγότερο «κοινωνίες» και συνάμα όλο και λιγότερες «ανθρώπινες»), θα το ξαναπούμε απερίφραστα: δεν είναι συμπτωματική.
Και εφόσον βέβαια έχεις μπει στη φάση της αυτοεξουθένωσης, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Ώσπου μια μέρα ξυπνάς και πολύ απλά είσαι σκλάβος. Αν και το απείρως πιθανότερο είναι φυσικά να μην ξυπνήσεις καν. Αλλά να συνεχίσεις για πάντα να ζεις καλωδιωμένος μέσα στο «Μάτριξ» ή να παραμείνεις ες αεί δέσμιος στον εθισμό του ακραίου φόβου μέσα στα καθεστώτα του Όργουελ και του Μπράντμπερυ ή ακόμη χειρότερα να απολαμβάνεις κιόλας την ηδονή στο χρυσό κλουβί της σκλαβιάς σου μέσα στον καλοστημένο ψευδο-ουτοπικό κόσμο του Χάξλευ. Σε αυτή την πορεία υπάρχει ασφαλώς και η σοβαρή πιθανότητα να ξυπνήσεις προσωρινά για κάποιο λόγο (δίνει άλλωστε πάντα ευκαιρίες ο Θεός), αλλά να επιλέξεις μόνος σου να επιστρέψεις στο τεχνητό σου όνειρο. Δεν αποκλείεται μάλιστα να μην πρόκειται καν για όνειρο αλλά για εφιάλτη, όμως πλέον δεν μπορείς να ζήσεις έξω ούτε και από αυτόν. Τόσο πολύ δεν μπορείς, που ίσως να αρχίσεις από πάνω και να αποστρέφεσαι, να καταδίδεις, να κανιβαλίζεις όσους αρχίζουν να υποστασιάζουν μέσα στο άρρωστο μυαλό σου τον κίνδυνο ότι μπορεί εξαιτίας τους να αποσυνδεθείς και να ξυπνήσεις. Nαι, όσο κι αν ακούγεται διεστραμμένα τρομακτικό: τον κίνδυνο να ξυπνήσεις από τον εφιάλτη.
Αν τώρα κάποιοι θεωρούν ότι αυτά γίνονται μόνο στη λογοτεχνία και στο σινεμά, καλό είναι να αναθεωρήσουν πάραυτα: όσα απολύτως πραγματικά διαβάσαμε κι ακούσαμε για τις κάποτε εθισμένες κι αλαλάζουσες ανθρωπομάζες του ναζιστικού ή του σταλινικού εφιάλτη, αλλά και όσα ακόμη πιο πραγματικά βλέπουμε ιδίοις όμμασι πλέον (και ζούμε) με τις σημερινές τρομοκρατημένες ανθρωπομάζες των φιμωτράκηδων του αποτρόπαιου παραισθησιογόνου μενουμασφαλιτισμού (για μια αφορμή μάλιστα απείρως πιο ασήμαντη από τις σκληρές κοινωνικές, οικονομικές, αλλά και υγειονομικές συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα), αποδεικνύουν ότι ακόμη και η πιο αχαλίνωτη καλλιτεχνική φαντασία συχνά ξεπερνιέται από την ίδια την πραγματικότητα. Εμμονή στον ίδιο τον εφιάλτη λοιπόν και πεισματική άρνηση αφύπνισης, την ώρα που ο επικίνδυνος εχθρός που πρέπει να παταχθεί ανελέητα δεν είναι πλέον ο βασανιστής, αλλά όποιος αντιστέκεται και αντιδρά στον βασανισμό. Σε ένα είδος Συνδρόμου Στοκχόλμης, αλλά φυσικά πολύ πιο προχωρημένου ψυχολογικά και εξελιγμένου επιστημονικά. Εκεί βρισκόμαστε.
Το ίδιο άλλωστε δεν ζούμε ως λαός που επιμένει εμμονικά κι αρρωστημένα στην παρακμή του, στον βούρκο της αποστασίας του από τον Θεό, στο σκοτάδι του εκούσιου αποχωρισμού από τη γλώσσα του, την Ιστορία του κι από κάθε τι ακόμη αυθεντικά δικό του; «Είδα μέσα σ’ ένα βούρκο έναν άνθρωπο», διηγείται το όνειρό του ο κεντρικός ήρωας στη «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκυ. «Πάλευε απεγνωσμένα για να μην πνιγεί. Βούτηξα και με κόπο κατόρθωσα να τον σύρω έξω, σχεδόν μισοπεθαμένο. Σιγά-σιγά συνήλθε και τότε γύρισε και με κοίταξε άγρια. “Γιατί με έβγαλες έξω;” γρύλισε. “Εγώ εκεί μέσα ζω”». Είναι μία σεκάνς που την επικαλούμαι συχνά, γιατί περιγράφει επακριβώς την ουσία αυτού που έχουμε υποστεί και ζούμε εδώ και δεκαετίες. Και η «Νοσταλγία» βέβαια δεν είναι καν δυστοπική ταινία. Ποια είναι όμως άραγε χειρότερη και πιο εφιαλτική δυστοπία από τον εκούσιο εθισμό μας μέσα στον βούρκο και την πεισματική μας άρνηση να πάψουμε να ζούμε μέσα σ’ αυτόν;
Εκεί μέσα ζούμε εδώ και πολύ καιρό λοιπόν. Η διολίσθησή μας προς την απονέκρωση εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και ο νεοταξικός εφιάλτης δεν είναι κάτι που ξεκίνησε χτες. Αυτό που απλώς ξεκίνησε χτες (και συγκεκριμένα πριν από μερικούς μήνες) είναι η τελική φάση του πειράματος, η κορύφωση της παράκρουσης, η απολυτοποίηση του ελέγχου. Το ζαλισμένο και πνευματικά ευνουχισμένο ανθρώπινο κοπάδι θεωρείται πια έτοιμο από τους επιβήτορες του πλανήτη, ώστε να περάσει στην επόμενη φάση. Του απόλυτου μαντρώματος, της ολοκληρωτικής εξουθένωσης, του μαρκαρίσματος, ίσως του μερικού σφαγιασμού, σίγουρα της πλήρους ποδηγέτησης. Είναι πασιφανές ότι θεωρείται έτοιμο, γιατί οι διεστραμμένοι βοσκοί και επίδοξοι χασάπηδές του δεν κρύβονται πλέον. Έχουν πετάξει όλες τις μάσκες, έχουν αφήσει στην άκρη όλα τα προσχήματα, τρέχουν αφηνιασμένοι και αλαλάζοντες πάνω στη λεία τους. Βέβαιοι για τη νίκη τους, απολύτως σίγουροι για τον θρίαμβό τους.
Μα εμείς ξέρουμε πως τα σχέδιά τους θα αποτύχουν παταγωδώς. Γιατί έχει και ο Θεός τα δικά του. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι το τίμημα που θα πληρώσουμε ως τότε. Το πόσο βαρύ όμως και επώδυνο θα είναι θα εξαρτηθεί και πάλι από εμάς. Από το πόσο θ’ αλλάξουμε ζωή, αφήνοντας πίσω μας τον βούρκο στον οποίο επιλέξαμε αυτεξουσίως να βουλιάζουμε. Θα εξαρτηθεί και από τα όπλα με τα οποία θα πολεμήσουμε. Με υλικά όπλα ασφαλώς, ας μην τρέφουμε ανόητες αυταπάτες, δεν καταπολεμάται όλο αυτό το πανθενές δαιμονικό σύστημα που έχει τυλίξει χειροπόδαρα τον πλανήτη. Μόνο με πνευματικά όπλα θα πολεμηθεί και θα νικηθεί. Η νυξ προέκοψεν, γράφει ο Απόστολος Παύλος. Μπαίνουμε σε πολύ βαθύ σκοτάδι, στο βαθύτερο πριν από το ξημέρωμα. Όσο όμως κι αν διαρκέσει το σκοτάδι, δεν γίνεται να το αντιμετωπίσεις αψήφιστα, ούτε με τις ανθρώπινες δυνάμεις σου, ούτε με την μικρή κι ασήμαντη λογική σου.
Η ίδια η εποχή μάλιστα σε ωθεί να ασχοληθείς και πάλι με πολλά από αυτά τα έργα - και τότε είναι εντυπωσιακό πόσα καινούργια πράγματα ανακαλύπτεις εκ νέου μέσα τους και πόσο ακόμη πιο ανατριχιαστικά προειδοποιητικό (έως «προφητικό») αποδεικνύεται το περιεχόμενό τους. Και φυσικά αν διαθέτεις και στοιχειώδεις έστω γνώσεις από την παγκόσμια πολιτική Ιστορία, είναι αδύνατο να μην ξαναθυμηθείς ταυτόχρονα και τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν ακραία ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα (ιδίως το ναζιστικό και το σοβιετικό), συσχετίζοντάς τες με στοιχεία και καταστάσεις του ζοφερού παρόντος.
Το βασικό βεβαίως χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των δυστοπικών δικτατοριών (λογοτεχνικών, κινηματογραφικών ή και…πραγματικών) είναι ότι ξεκινούν με μία μεγάλη καταστροφή, είτε από παγκόσμιο πόλεμο είτε από κάποια φονική πανδημία. Που ανεξαρτήτως του αν είναι απολύτως υπαρκτή ή προπαγανδιστικά υπερδιογκωμένη και ανεξαρτήτως ακόμη του αν την επινοεί, κατασκευάζει και δρομολογεί το ίδιο το (υπαρκτό ή εκκολαπτόμενο) καθεστώς ή απλώς την εκμεταλλεύεται, αποτελεί βασικό εργαλειακό μηχανισμό για την ποδηγέτηση των πολιτών και την περιστολή και κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Και είναι λογικό, γιατί πάντα οι δικτατορίες (ακόμη και οι απροκάλυπτα στρατοκρατικές χούντες, πόσο δε μάλλον τα καθεστώτα που ξεκινούν ως δήθεν δημοκρατικά και σταδιακά αποβάλλουν ύπουλα όλα τα προσχήματα) εκμεταλλεύονται το αίσθημα αυτοσυντήρησης των ανθρώπων και επικαλούνται το γενικό καλό και το δημόσιο συμφέρον. Η ανάγκη της ασφάλειας και ο φόβος του θανάτου είναι ίσως οι μόνοι λόγοι που από καταβολής κόσμου κάνουν κάποιον να υποτιμήσει και να παραιτηθεί χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από τις ελευθερίες του. Ή ακόμη χειρότερα, να τις απεμπολήσει από μόνος του, εκχωρώντας αυτοβούλως - ενίοτε δε και με αγχώδη σπουδή - τα δικαιώματά του. Πάσα ομοιότης με τις ολοένα και μαζικότερα κλιμακούμενες νοσηρές καταστάσεις των εξουθενωμένων από τον τρόμο του κορωνοϊού ανθρωπίνων κοινωνιών του σωτηρίου έτους 2020 (που πλέον αποδεικνύονται καθημερινά όλο και λιγότερο «κοινωνίες» και συνάμα όλο και λιγότερες «ανθρώπινες»), θα το ξαναπούμε απερίφραστα: δεν είναι συμπτωματική.
Και εφόσον βέβαια έχεις μπει στη φάση της αυτοεξουθένωσης, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Ώσπου μια μέρα ξυπνάς και πολύ απλά είσαι σκλάβος. Αν και το απείρως πιθανότερο είναι φυσικά να μην ξυπνήσεις καν. Αλλά να συνεχίσεις για πάντα να ζεις καλωδιωμένος μέσα στο «Μάτριξ» ή να παραμείνεις ες αεί δέσμιος στον εθισμό του ακραίου φόβου μέσα στα καθεστώτα του Όργουελ και του Μπράντμπερυ ή ακόμη χειρότερα να απολαμβάνεις κιόλας την ηδονή στο χρυσό κλουβί της σκλαβιάς σου μέσα στον καλοστημένο ψευδο-ουτοπικό κόσμο του Χάξλευ. Σε αυτή την πορεία υπάρχει ασφαλώς και η σοβαρή πιθανότητα να ξυπνήσεις προσωρινά για κάποιο λόγο (δίνει άλλωστε πάντα ευκαιρίες ο Θεός), αλλά να επιλέξεις μόνος σου να επιστρέψεις στο τεχνητό σου όνειρο. Δεν αποκλείεται μάλιστα να μην πρόκειται καν για όνειρο αλλά για εφιάλτη, όμως πλέον δεν μπορείς να ζήσεις έξω ούτε και από αυτόν. Τόσο πολύ δεν μπορείς, που ίσως να αρχίσεις από πάνω και να αποστρέφεσαι, να καταδίδεις, να κανιβαλίζεις όσους αρχίζουν να υποστασιάζουν μέσα στο άρρωστο μυαλό σου τον κίνδυνο ότι μπορεί εξαιτίας τους να αποσυνδεθείς και να ξυπνήσεις. Nαι, όσο κι αν ακούγεται διεστραμμένα τρομακτικό: τον κίνδυνο να ξυπνήσεις από τον εφιάλτη.
Αν τώρα κάποιοι θεωρούν ότι αυτά γίνονται μόνο στη λογοτεχνία και στο σινεμά, καλό είναι να αναθεωρήσουν πάραυτα: όσα απολύτως πραγματικά διαβάσαμε κι ακούσαμε για τις κάποτε εθισμένες κι αλαλάζουσες ανθρωπομάζες του ναζιστικού ή του σταλινικού εφιάλτη, αλλά και όσα ακόμη πιο πραγματικά βλέπουμε ιδίοις όμμασι πλέον (και ζούμε) με τις σημερινές τρομοκρατημένες ανθρωπομάζες των φιμωτράκηδων του αποτρόπαιου παραισθησιογόνου μενουμασφαλιτισμού (για μια αφορμή μάλιστα απείρως πιο ασήμαντη από τις σκληρές κοινωνικές, οικονομικές, αλλά και υγειονομικές συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα), αποδεικνύουν ότι ακόμη και η πιο αχαλίνωτη καλλιτεχνική φαντασία συχνά ξεπερνιέται από την ίδια την πραγματικότητα. Εμμονή στον ίδιο τον εφιάλτη λοιπόν και πεισματική άρνηση αφύπνισης, την ώρα που ο επικίνδυνος εχθρός που πρέπει να παταχθεί ανελέητα δεν είναι πλέον ο βασανιστής, αλλά όποιος αντιστέκεται και αντιδρά στον βασανισμό. Σε ένα είδος Συνδρόμου Στοκχόλμης, αλλά φυσικά πολύ πιο προχωρημένου ψυχολογικά και εξελιγμένου επιστημονικά. Εκεί βρισκόμαστε.
Το ίδιο άλλωστε δεν ζούμε ως λαός που επιμένει εμμονικά κι αρρωστημένα στην παρακμή του, στον βούρκο της αποστασίας του από τον Θεό, στο σκοτάδι του εκούσιου αποχωρισμού από τη γλώσσα του, την Ιστορία του κι από κάθε τι ακόμη αυθεντικά δικό του; «Είδα μέσα σ’ ένα βούρκο έναν άνθρωπο», διηγείται το όνειρό του ο κεντρικός ήρωας στη «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκυ. «Πάλευε απεγνωσμένα για να μην πνιγεί. Βούτηξα και με κόπο κατόρθωσα να τον σύρω έξω, σχεδόν μισοπεθαμένο. Σιγά-σιγά συνήλθε και τότε γύρισε και με κοίταξε άγρια. “Γιατί με έβγαλες έξω;” γρύλισε. “Εγώ εκεί μέσα ζω”». Είναι μία σεκάνς που την επικαλούμαι συχνά, γιατί περιγράφει επακριβώς την ουσία αυτού που έχουμε υποστεί και ζούμε εδώ και δεκαετίες. Και η «Νοσταλγία» βέβαια δεν είναι καν δυστοπική ταινία. Ποια είναι όμως άραγε χειρότερη και πιο εφιαλτική δυστοπία από τον εκούσιο εθισμό μας μέσα στον βούρκο και την πεισματική μας άρνηση να πάψουμε να ζούμε μέσα σ’ αυτόν;
Εκεί μέσα ζούμε εδώ και πολύ καιρό λοιπόν. Η διολίσθησή μας προς την απονέκρωση εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και ο νεοταξικός εφιάλτης δεν είναι κάτι που ξεκίνησε χτες. Αυτό που απλώς ξεκίνησε χτες (και συγκεκριμένα πριν από μερικούς μήνες) είναι η τελική φάση του πειράματος, η κορύφωση της παράκρουσης, η απολυτοποίηση του ελέγχου. Το ζαλισμένο και πνευματικά ευνουχισμένο ανθρώπινο κοπάδι θεωρείται πια έτοιμο από τους επιβήτορες του πλανήτη, ώστε να περάσει στην επόμενη φάση. Του απόλυτου μαντρώματος, της ολοκληρωτικής εξουθένωσης, του μαρκαρίσματος, ίσως του μερικού σφαγιασμού, σίγουρα της πλήρους ποδηγέτησης. Είναι πασιφανές ότι θεωρείται έτοιμο, γιατί οι διεστραμμένοι βοσκοί και επίδοξοι χασάπηδές του δεν κρύβονται πλέον. Έχουν πετάξει όλες τις μάσκες, έχουν αφήσει στην άκρη όλα τα προσχήματα, τρέχουν αφηνιασμένοι και αλαλάζοντες πάνω στη λεία τους. Βέβαιοι για τη νίκη τους, απολύτως σίγουροι για τον θρίαμβό τους.
Μα εμείς ξέρουμε πως τα σχέδιά τους θα αποτύχουν παταγωδώς. Γιατί έχει και ο Θεός τα δικά του. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι το τίμημα που θα πληρώσουμε ως τότε. Το πόσο βαρύ όμως και επώδυνο θα είναι θα εξαρτηθεί και πάλι από εμάς. Από το πόσο θ’ αλλάξουμε ζωή, αφήνοντας πίσω μας τον βούρκο στον οποίο επιλέξαμε αυτεξουσίως να βουλιάζουμε. Θα εξαρτηθεί και από τα όπλα με τα οποία θα πολεμήσουμε. Με υλικά όπλα ασφαλώς, ας μην τρέφουμε ανόητες αυταπάτες, δεν καταπολεμάται όλο αυτό το πανθενές δαιμονικό σύστημα που έχει τυλίξει χειροπόδαρα τον πλανήτη. Μόνο με πνευματικά όπλα θα πολεμηθεί και θα νικηθεί. Η νυξ προέκοψεν, γράφει ο Απόστολος Παύλος. Μπαίνουμε σε πολύ βαθύ σκοτάδι, στο βαθύτερο πριν από το ξημέρωμα. Όσο όμως κι αν διαρκέσει το σκοτάδι, δεν γίνεται να το αντιμετωπίσεις αψήφιστα, ούτε με τις ανθρώπινες δυνάμεις σου, ούτε με την μικρή κι ασήμαντη λογική σου.
Έρχεται δαιμονικός κι απόκοσμος μανητοκλυδωνισμός.
Κι εμείς οφείλουμε μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα να κρατήσουμε την ψυχή μας, να μην την εκχωρήσουμε μόνοι μας.
Αν δεν την παραδώσουμε εμείς, κανείς δεν θα μπορέσει να μας την πάρει.
Στώμεν καλώς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου