Επίθετο παυσίλυπος, ( -ος, -ον ) που τερματίζει τη λύπη - τὴν παυσίλυπον ἄμπελον δοῦναι βροτοῖς. (Ευριπίδης, Βάκχαι, 772) - σε ελεύθερη μετάφραση : Ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο την παυσίλυπον άμπελο.
Δημοσίευση σχολίου
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα Που τα 'πες με το πρώτο σου το γάλα !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου