Αντόν Τσέχοφ – Τα επιβαλλόμενα μέτρα.
Ο ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟΣ ήλιος φώτιζε τη μικρή πολίχνη εκτός σχεδίου, που κατά την έκφραση του διευθυντή των φυλακών «είναι αδύνατο να τη βρεις ούτε με το τηλεσκόπιο πάνω στο γεωγραφικό χάρτη». Ησυχία και γαλήνη. Από το Δημαρχείο προς τη συνοικία των καταστημάτων προχωρεί με βήμα αργό η υγειονομική επιτροπή.
Την απαρτίζουν ο δημοτικός γιατρός, ο αστυνόμος, δυο εκπρόσωποι του δήμου κι ένας εκπρόσωπος των εμπόρων. Πίσω ακολουθούν με σεβασμό οι αστυφύλακες… Ο δρόμος της επιτροπής, όπως ο δρόμος του Αδη, είναι σπαρμένος με καλές προθέσεις. Οι υγειονομικοί προχωρούν και κουνώντας τα χέρια τους συζητούν για την ακαθαρσία, τη βρώμα, τα επιβαλλόμενα μέτρα και τ’ άλλα ζητήματα της χολέρας. Είναι τόσο σοφές οι κουβέντες, ώστε ο αστυνόμος που προπορεύεται ξαφνικά ενθουσιάζεται και γυρίζοντας τους λέει:
-Μα, κύριοι, θα έπρεπε συχνότερα να μαζευόμαστε και να συζητάμε! Και ευχάριστο είναι, και αισθάνεσαι τον εαυτό σου σε κοινωνικό περιβάλλον, κι όχι να καθόμαστε και να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Αλήθεια, μα το Θεό!
-Από ποιον ν’ αρχίσουμε; ρώτησε ο αντιπρόσωπος των εμπόρων το γιατρό, μη ύφος δήμιου που διαλέγει το θύμα του. Ν αρχίσουμε, Ανικήτα Νικολάιτς, από το μπακάλικο του Οσέινικωφ; Εν πρώτοις, είναι μεγάλος κατεργάρης και …δεύτερο, είναι πια καιρός να τον τιμωρήσουμε. Προ ημερών μου φέραν από το μπακάλικό του μπληγούρι, και τι να βρω, με το συμπάθειο, ποντικοκούραδα… Η γυναίκα μου, δεν το ‘φαγε!
-Τι να γίνει; Ν’ αρχίσουμε από τον Οσεiνκωφ, ας αρχίσουμε από τον Οσέινικωφ, απαντά αδιάφορος ο γιατρός.
Οι υγειονομικοί μπαίνουν στο «Κατάστημα τσαγιού, καφέδων και άλλων αποικιακών εμπορευμάτων του Α. Μ. Οσέινκωφ» και αμέσως, χωρίς μεγάλους προλόγους αρχίζουν τον έλεγχο.
-Μμ μάλιστα, κύριοι… λέει ο γιατρός κοιτάζοντας τις πυραμίδες με τα σαπούνια του Καζάν. Τι πύργους βαβυλώνιους σκάρωσες με τα σαπούνια! Μωρέ εφευρετικότητα, ούτε λόγος! Εεεε! Τι είναι τούτο; Κοιτάχτε, κύριοι! Ο Ντεμιάν Γαβριήλοβιτς το σαπούνι και το ψωμί το κόβει με το ίδιο μαχαίρι!
Αυτό δεν μπορεί να φέρει χολέρα, Ανίκητα Νικολάιτς! του απαντά πολύ λογικά ο ιδιοκτήτης.
-Έχεις δίκιο, αλλά είναι σιχαμερό πράγμα! Κι εγώ το ψωμί από σένα το αγοράζω.
-Όταν πρόκειται για σπουδαιότερα πρόσωπα, έχουμε κι άλλο, ιδιαίτερο μαχαίρι. Να είστε ήσυχος, κύριε… Τι φανταστήκατε…
Ο αστυνόμος σηκώνει τα μυωπικά μάτια του στο χοιρομέρι, πολλή ώρα το σκαλίζει με το νύχι του, το μυρίζει δυνατά, ύστερα χτυπά τα δυο του δάχτυλα και ρωτά:
-Μήπως έχει στρυχνίνες;
-Τι λέτε, κύριε αστυνόμε… Για τ’ όνομα του Θεού… Μα είναι ποτέ δυνατό!
Ο αστυνόμος κάπως ντράπηκε, απομακρύνεται από το χοιρομέρι και σουρώνει τα μάτια του πάνω στον τιμοκατάλογο του Ασμόδωφ και Σία. Ο αντιπρόσωπος των εμπόρων βάζει το χέρι του μέσα στο βαρελάκι που είναι το μπληγούρι και πιάνει κάτι μαλακό, σαν κατηφεδένιο… Σκύβει, κοιτάζει και στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται τρυφερότητα:
-Ενα γατάκι… ένα γατάκι! Μικρούλικο μου εσύ! ψελλίζει. Αναπαύεται μέσα στο πλιγούρι, και σήκωσε το μουτράκι του… χαϊδεύεται… Ντεμιάν Γαβριήλοβιτς, πρέπει να μου στείλεις ένα γατάκι!
-Αυτό γίνεται… Εδώ, κύριοι, είναι τα ορεχτικά, τα μεζελίκια, αν θέλετε να τα δείτε… Σαρδέλες, να το τυρί… το μπαλίκ(*) το παρέλαβα την Πέμπτη, εξαιρετικό πράγμα… Μίσκα, δώσε μου το μαχαίρι!
Οι υγειονομικοί κόβουν από ένα κομμάτι μπαλίκ, το μυρίζουν και το δοκιμάζουν.
-Για το μεζέ κι εγώ δεν πηγαίνω πίσω… λέει το αφεντικό με ύφος σα να μονολογεί. Κάπου είχα ένα μπουκαλάκι. Το μπαλίκ σηκώνει βότκα… Τότε αλλάζει η γεύση του… Μίσκα, δώσε μας εδώ το μπουκαλάκι.
Ο Μίσκα, φουσκώνοντας τα μάγουλά του και γουρλώνοντας τα μάτια, βγάζει την τάπα και ακουμπά με θόρυβο το μπουκάλι πάνω στο τεζάκι.
-Να πιούμε έτσι νηστικάτα… λέει ο αστυνόμος, ξύνοντας σκεφτικά το σβέρκο του. Βέβαια, δεν πειράζει να πιούμε από μια… Μόνο κάνε γρήγορα Νταμιάν Γαβριήλοβιτς, δεν έχουμε καιρό για τη βότκα σου!
Ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας, οι υγειονομικοί, σκουπίζοντας τα χέρια και σκαλίζοντας τα δόντια τους με τα σπίρτα, τραβάνε για το μπακάλικο του Γκλοριμπένκο. Εκεί, θαρρείς επίτηδες, είναι αδύνατο να μπεις μέσα… Πέντε γεροί άντρες, με κόκκινες, ιδρωμένες φυσιογνωμίες, προσπαθούν να κυλήσουν από το μπακάλικο ένα βαρέλι βούτυρο.
-Κράτα δεξιά!… Τράβα απ’ το πλάι! Βάλε το δοκάρι… διάβολε! Τραβηχτείτε αφέντες, μπορεί να τσακίσουν τα πόδια σας!
Το βαρέλι σφηνώνεται στην πόρτα και ούτε μπρος ούτε πίσω… Τα παλικάρια βάζουν όλη τους τη δύναμη και το σπρώχνουνε, μουσουνίζοντας δυνατά και βρίζοντας δεξιά κι αριστερά. Ύστερα από αυτές τις προσπάθειες, όταν ο αέρας αρχίσει να χάνει την καθαρότητά του, ύστερα από τόσα μουσουνίσματα, το βαρέλι επιτέλους αρχίζει να κυλιέται, αλλά παρά τους φυσικούς νόμους, κυλά προς τα πίσω και σκαλώνει στην πόρτα. Και πάλι αρχίζει το λαχάνιασμα.
-Φτου! φτύνει ο αστυνόμος. Ας πάμε στου Σιμπούκιν· αυτοί οι δαίμονες ως το βράδυ θ’ αγκομαχάνε.
Οι υγειονομικοί βρίσκουν κλειστό το μπακάλικο του Σιμπούκιν.
-Μα ήταν ανοιχτό! λένε και απορούν οι υγειονομικοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Όταν μπαίναμε στου ΟσεΊνικωφ ο Σιμπούκιν έστεκε στο σκαλοπάτι και ξέβγαζε το χάλκινο τσερό. Πού πήγε; Ρωτάνε το ζητιάνο που στέκει κοντά στο κλειστό μπακάλικο.
-Βοηθάτε τον αόμματο, για τ’ όνομα του Χριστού, λέει με βραχνή φωνή ο ζητιάνος. Βοηθήστε το αόμματο, ό,τι έχετε ευχαρίστηση, σωτήρες κι ευεργέτες… να συγχωρεθούν οι ψυχές των αποθαμένων σας…
Οι υγειονομικοί κουνάνε τα χέρια τους και πάνε παρακάτω, εκτός από τον έναν εκπρόσωπο του δήμου, τον Πλιούνιν. Αυτός δίνει ένα καπίκι στο ζητιάνο και σα να φοβήθηκε κάτι, κάνει βιαστικά το σταυρό του και τρέχει να προφτάσει την παρέα.
Ύστερα από δυο ώρες η επιτροπή επιστρέφει. Το ύφος τους είναι κουρασμένο, τυραννισμένο. Δεν πήγε χαμένος ο κόπος τους. Ένας από τους αστυφύλακες, βαδίζοντας θριαμβευτικά, κουβαλά ένα καφάσι, γεμάτο σάπια μήλα.
-Τώρα, ύστερα από δίκαιους μόχθους, αξίζει να το βρέξουμε λιγάκι, λέει ο αστυνόμος κοιτάζοντας λοξά την επιγραφή «Κάβα του Ρήνου, οίνου και βότκας». Να παίρναμε λίγες δυνάμεις.
-Μμ μάλιστα, δεν πειράζει. Ας μπούμε, αν θέλετε.
Οι υγειονομικοί κατεβαίνουν στην κάβα και κάθονται γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι με στραβωμένα πόδια. Ο αστυνόμος κάνει νόημα στο γκαρσόνι, και στο τραπέζι εμφανίζεται η μπουκάλα.
-Κρίμα που δεν έχουμε μεζέ, λέει ο αντιπρόσωπος των εμπόρων, πίνοντας και σουρώνοντας το πρόσωπό του. Να μας έδινες κανένα αγγουράκι, τίποτα…
Ο αντιπρόσωπος στρέφει προς τον αστυφύλακα με το καφάσι, διαλέγει το λιγότερο χαλασμένο μήλο και το τρώει.
-Αχ, υπάρχουν μερικά που δεν είναι τόσο σάπια! λέει κάπως έκπληκτος ο αστυνόμος. Για δώσ’ μου να διαλέξω κι εγώ! Να, βάλτο εδώ το καφάσι… Θα διαλέξουμε τα καλύτερα, θα τα καθαρίσουμε, τ’ άλλα μπορείς να τα πετάξεις. Ανικήτα Νικολάιτς, βάλτε κρασί! Να, έτσι πρέπει ν’ ανταμώνουμε συχνότερα και να τα συζητάμε. Όχι να ζούμε έτσι εδώ στην άκρη του κόσμου, καμιά μόρφωση, ούτε λέσχη, ούτε κοινωνία, σωστή Αυστραλία! Βάλτε να πιούμε, κύριοι! Γιατρέ, ένα μηλαράκι! Το καθάρισα προσωπικά για σας.
-Κύριε αστυνόμε, πού προστάζετε να βάλω το καφάσι; ρωτάει ο αστυφύλακας τον αστυνόμο την ώρα που έβγαινε με την παρέα από την κάβα.
-Το κα…καφάσι; Ποιο καφάσι Καταλαβαίνω! Να το καταστρέφεις μαζί με τα μήλα… γιατί είναι μολυσμένα!
-Τα μήλα τα φάγατε, κύριε αστυνόμε!
-Ααα… πολύ ευχάριστο! Ακούσε… Πήγαινε σπίτι μου και πες της Μαρίας Βλάσιεβνας να μη θυμώσει… Σε μια ώρα θα πάω… Στου Πλιύνιν πηγαίνω να κοιμηθώ… Καταλαβαίνεις; Να κοιμηθώ… στην αγκαλιά του Μορφέα. «Σπρέχεν ζι ντόυτς» Ιβάν Αντρειτς;
Και υψώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, ο αστυνόμος κουνάει πικρά το κεφάλι του, ανοίγει τα χέρια του και λέει:
-Έτσι πάει όλη μας η ζωή!
(*) καπνιστό ψάρι.
***
Αντον Τσέχοφ – Ο Βάνκας – Μετάφραση: Λ. Καστανάκη
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου