ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟΝ «ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΤΩΡΑ»
φωτό : Συρία
(Ένα αξιόλογο κείμενο για μια πολύ καλή προσέγγιση του πολέμου)
Πρόλογος
Η αναγκαιότητα αυτής της μελέτης, καθώς ήδη βρισκόμαστε μέσα σε δύσβατο και πυριφλεγές πολεμικό τοπίο, προκύπτει από την εντεινόμενη αγωνία που προκαλούν σε όλους του καταπιεσμένους τα σύννεφα του πολέμου στην περιοχή των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και βέβαια της Μέσης Ανατολής, με επίκεντρο τη Συρία.
Τα πολεμικά σύννεφα πυκνώνουν επικίνδυνα ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης επί μία δεκαετία παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που, όχι μόνο δεν αμβλύνεται, αλλά περνάει σε νέα φάση όξυνσης, με την εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους και τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνας και Ρωσίας. Σε αυτή την κατάσταση, το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, στην επιθανάτια αγωνία του, για να αντιμετωπίσει την οικονομική του χρεοκοπία, χρειάζεται να εκμεταλλευτεί με κάθε τίμημα και με κάθε κόστος οποιαδήποτε πηγή κέρδους.
Βέβαια, η απειλή του πολέμου και μάλιστα, σε συνθήκες κοινωνικής καταστροφής και εξαθλίωσης σε όλες τις χώρες του πλανήτη και ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, με την όξυνση και υποκίνηση των εθνικισμών, την εναντίωση του ενός λαού απέναντι στον άλλο, την κρίση πολιτικής εξουσίας στο αστικό στρατόπεδο, την κατάρρευση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, συνιστά επιχείρηση χειραγώγησης των μαζών που υποφέρουν και δυσφορούν όλο και περισσότερο κάτω από τα δεσμά του κεφαλαίου.
Το συμβάν μιας πολεμικής σύρραξης αποτελεί το οξύτερο σημείο έκρηξης των θεμελιωδών αντιφάσεων του καπιταλισμού και, πέρα από την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των δορυφόρων τους, στοχεύει στην καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που επιβάλλει η κρίση του συστήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κυριότερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η εργατική τάξη, δηλαδή οι ζωντανοί άνθρωποι που την αποτελούν…
Η κατάσταση αυτή, όπως περιγράφεται παραπάνω, στη συγκεκριμένη κοινωνικο-ιστορική περίοδο, εμπεριέχει εξαιρετικές ιδιαιτερότητες, γεγονός που μας κάνει να μιλάμε για τα αχαρτογράφητα νερά στα οποία κολυμπά η ανθρωπότητα στο σεισμογενές τοπίο της παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και τελικά, πολιτισμικής κρίσης. Ωστόσο, η κοινωνική εξαθλίωση και η προσφυγιά, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, και τέλος, η απειλή μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης, ως τερατογενέσεις ενός συστήματος που «βρίσκει το όριό του στον ίδιο τον εαυτό του» , δεν είναι πρώτη φορά που εμφανίζονται στην ιστορία.
Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής, στα σημεία παροξυσμού των αντιφάσεων του, ιδιαίτερα των αντιφάσεων μεταξύ ανάγκης συσσώρευσης του κεφαλαίου και υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, κοινωνικοποιημένης παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας, ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και αποστεωμένων παραγωγικών σχέσεων εντός των οποίων κινούνται, εθνικών-κρατικών συνόρων και διεθνοποιημένης ανάπτυξης της αγοράς, έχει γεννήσει κι άλλες φορές πολέμους σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίοι, βέβαια, καθόρισαν την ανθρωπότητα με κάθε δυνατό τρόπο και για ολόκληρες ιστορικές περιόδους.
Σε τέτοιες συνθήκες ποια οφείλει να είναι η θέση των επαναστατών μαρξιστών;
Ποιες μορφές δράσεις πρέπει να αναλάβουν;
Ποιος χρειάζεται να είναι ο κεντρικός στόχος της δράσης τους;
Αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω, συνομιλώντας με τους επαναστάτες κομμουνιστές που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της θεωρητικής διαπάλης, του πολιτικού αγώνα, αλλά και μέσα στην ίδια τη φωτιά της πολεμικής σύρραξης, σε σταθμούς της ιστορίας που συγκλόνισαν τον 20ο αιώνα και, από πολλές απόψεις, καθόρισαν και την πορεία της ανθρωπότητας στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ Β’ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ «ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Οι αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων, της Στουτγάρδης (1907), της Κοπεγχάγης (1910), της Βασιλείας (1912), καθόρισαν την τακτική των σοσιαλιστών στις συνθήκες του πολέμου, τονίζοντας ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα είναι παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Υπό αυτό το πρίσμα έμπαινε το καθήκον στους σοσιαλιστές να εκμεταλλευτούν την οικονομική και πολιτική κρίση που δημιουργεί ο πόλεμος, υπέρ τη επανάστασης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Ωστόσο, όταν άρχισε ο πόλεμος, η πλειοψηφία των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της ΙΙ Διεθνούς «ξέχασαν» τις αποφάσεις που οι ίδιοι είχαν πάρει, πέρασαν με το μέρος των αστικών τάξεων των χωρών τους και υποστήριξαν τον πόλεμο.
Ψήφιζαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, επαναλάμβαναν τα σοβινιστικά συνθήματα της αστικής τάξης υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας, δικαιολογούσαν με κάθε τρόπο τον πόλεμο, εφάρμοζαν πολιτική ταξικής ειρήνης και κατά συνέπεια, καλούσαν την εργατική τάξη, όσο διαρκούσε ο πόλεμος, να διακόψει την ταξική πάλη σε οποιαδήποτε μορφή της.
Η προδοσία του σοσιαλισμού από τη ΙΙ Διεθνή και τους ηγέτες της, σήμανε και τη χρεοκοπία της. Αυτή η στάση, βέβαια, δεν ήρθε από το πουθενά. Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας αφομοίωσης των σοσιαλιστικών κομμάτων στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, μετατρέποντας τα περιθώρια επαναστατικής πάλης εντός της αστικής δημοκρατίας σε δουλοπρέπεια απέναντί της. Από αυτή τη διαδικασία προκύπτει ο πολεμοχαρής και φανατικός εθνικισμός των κατ’ επίφαση σοσιαλιστών, αλλά επί της ουσίας οπορτουνιστών.
Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (Влади́мир Ильи́ч Улья́нов), γνωστότερος ως Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν
Γι’ αυτό και ο Λένιν τους αποκαλεί «σοσιαλσοβινιστές», εξηγώντας ότι:
«το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού και σοσιαλσοβινισμού είναι ένα και το ίδιο: η συνεργασία των τάξεων αντί της πάλης των τάξεων, άρνηση των επαναστατικών μέσων πάλης, βοήθεια στην κυβέρνησή «τους», που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αντί χρησιμοποίηση των δυσκολιών της για την επανάσταση»,
και παρακάτω…
«η ενότητα με τους οπορτουνιστές σημαίνει σήμερα στην πράξη υποταγή της εργατικής τάξης στην εθνική «της» αστική τάξη, σημαίνει συμμαχία μαζί της για την υποδούλωση ξένων εθνών και για τον αγώνα για τα προνόμια του κυρίαρχου έθνους και αποτελεί διάσπαση του επαναστατικού προλεταριάτου όλων των χωρών» (…) «ο ρεφορμιστικός σοσιαλισμός πεθαίνει. Ο αναγεννώμενος σοσιαλισμός θα είναι επαναστατικός, αδιάλλακτος, στασιαστικός…».
Είναι σαφές ότι το ρεύμα του επαναστατικού μαρξισμού πάντα καταδίκαζε και καταδικάζει τους πολέμους ανάμεσα στους λαούς ως κάτι βάρβαρο και απάνθρωπο. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν προκύπτει από γενικά και αφηρημένα πασιφιστικά αισθήματα. Ως μαρξιστές μπορούμε να κατανοήσουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την πάλη των τάξεων, τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και διεθνώς. Και από την άποψη αυτή, γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την επαναστατική εξάλειψη των τάξεων και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε διεθνή κλίμακα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, μελετάμε τον κάθε πόλεμο χωριστά υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα κάθε μορφή αγώνα της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη:
«τον πόλεμο των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη».
Ο Λένιν, χωρίς περιστροφές, χαρακτηρίζει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιμπεριαλιστικό.
Σύμφωνα με τον μεγάλο Ρώσο επαναστάτη:
«Ο ιμπεριαλισμός είναι η ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην οποία έφτασε μόλις τον 20αιώνα. Ο καπιταλισμός δεν χωράει πια στα στενά πλαίσια των παλιών εθνικών κρατών (…). Το ελεύθερο εμπόριο και ο συναγωνισμός έχουν αντικατασταθεί από την τάση προς το μονοπώλιο, προς την κατάκτηση εδαφών για επένδυση κεφαλαίων, για εξαγωγή πρώτων υλών κτλ.».
Αν εφαρμόσουμε αυτή την άποψη στις σημερινές αντιπαραθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας μας της χώρας, θα δούμε ότι κεντρικός τους στόχος είναι ο πλήρης γεωπολιτικός έλεγχος από την πλευρά του ιμπεριαλισμού τόσο της περιοχής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και της Συρίας και γενικά της Μέσης Ανατολής, ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των ενεργειακών δρόμων, των σφαιρών επιρροής, χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά το ένα αστικό καθεστώς απέναντι στο άλλο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συμβαίνουν στο ηφαιστειογενές έδαφος της παγκόσμιας και ιστορικής-δομικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία επιμένει να παραμένει άλυτη εδώ και μια δεκαετίας, παρά τα όποια ευχολόγια για οριστική έξοδο από την κρίση και τους αλχημιστικούς αυτοσχεδιασμούς των αστικών επιτελείων προς αντιμετώπισή της.
Οι διαμοιβές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σήμερα όσο και στον καιρό του Λένιν, με τα πολιτικά παιχνίδια, τους πολεμικούς ανταγωνισμούς και τους εξοπλισμούς που αυτοί συνεπάγονται, αναμφισβήτητα προκαλούν μια οξύτατη κρίση στην κοινωνία και επιδεινώνουν σε αφάνταστο βαθμό την αθλιότητα των εργαζόμενων και όλων των καταπιεζόμενων.
Κατά τον Λένιν:
«Ο αντιδραστικός χαρακτήρας αυτού του πολέμου, οι ξετσίπωτες ψευτιές της αστικής τάξης όλων των χωρών, που με «εθνική» ιδεολογία συγκαλύπτει τους ληστρικούς σκοπούς της, όλα αυτά, στη βάση μιας αντικειμενικά επαναστατικής κατάστασης, προκαλούν αναπότρεπτα επαναστατικές διαθέσεις μέσα στις μάζες. Χρέος μας είναι να βοηθήσουμε ώστε οι διαθέσεις αυτές να πάρουν συνειδητή μορφή, να αποκτήσουν βαθύτερο περιεχόμενο, να διαμορφωθούν».
Στην εποχή, μάλιστα, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε πολλές περιπτώσεις είχαν παρουσιαστεί φαινόμενα συναδέλφωσης στα χαρακώματα στρατιωτών αντιμαχόμενων δυνάμεων, δείχνοντας πόσο θα ήταν δυνατόν να συντομευθεί ο εγκληματικός πόλεμος και να οργανωθεί ένα επαναστατικό διεθνές κίνημα, αν υπήρχε συστηματική δουλειά των επαναστατών μαρξιστών των εμπόλεμων χωρών προς αυτή την κατεύθυνση.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ το γεγονός ότι μαζί με τις προδοσίες και την πολιτική ταξικής ειρήνης που εφάρμοζαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι ηγέτες τους (Πλεχάνωφ και Κάουτσκυ είναι δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους των σοσιαλδημοκρατών που υποστήριξαν αυτή την πολιτική), οι πιο επιφανείς αναρχικοί όλου του κόσμου ακολούθησαν αντίστοιχα βήματα υποστήριξης του πολέμου, με τον αναρχικό πρίγκιπα Πιότρ Κροπότκιν να δίνει τον τόνο.
Ανοίγοντας έναν τελείως διαφορετικό δρόμο ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο Λένιν εξηγεί ότι σε συνθήκες πολέμου, για να οδηγηθούν οι μάζες προς την εξέγερση, τα επαναστατικά κόμματα «χωρίς να παραιτηθούν σε καμία περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από τη χρησιμοποίηση κάθε νόμιμης δυνατότητας, και της πιο μικρής, για την οργάνωση των μαζών κάτω από το κήρυγμα του σοσιαλισμού, πρέπει να ξεκόψουν από τον δουλοπρεπή σεβασμό της νομιμότητας».
Με άλλα λόγια, «δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούν οι μάζες στην επανάσταση, χωρίς να δημιουργηθεί παράνομη οργάνωση με σκοπό το κήρυγμα, τη συζήτηση, την εκτίμηση και την προετοιμασία των επαναστατικών μέσω πάλης».
Όσο κι αν φαίνεται «παράκαιρη» η πρόταση του Λένιν, στο σημερινό πολιτικό σκηνικό η ένταση της κρατικής-αστυνομικής καταστολής σχεδόν σε όποια μορφή δράσης υιοθετεί το ταξικό κίνημα, η τάση προς απαγόρευση των απεργιών, η ποινικοποίηση των κοινωνικών και εργατικών αγώνων, οι «παραδειγματικές» τιμωρίες αγωνιστών, ο χαρακτηρισμός νεαρών έγκλειστων αναρχικών σε «ατομικούς τρομοκράτες» και «μοναχικούς λύκους», είναι αρκετά δείγματα για να μας πείσουν ότι χρειάζεται προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα και για όλες τις μορφές δράσεις που ιστορικά έχει στη διάθεσή του το ταξικό επαναστατικό κίνημα, ανάλογα με τις ανάγκες που προτάσσει η ίδια η ταξική πάλη την κάθε δοσμένη περίοδο.
«Οι διαθέσεις των μαζών υπέρ της ειρήνης εκφράζουν συχνά την απαρχή της διαμαρτυρίας, της αγανάκτησης και της επίγνωσης της αντιδραστικότητας του πολέμου. Είναι χρέος όλων των σοσιαλδημοκρατών να επωφεληθούν απ’ αυτές τις διαθέσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες θα πάρουν με τη μεγαλύτερη θέρμη μέρος σε κάθε κίνημα και σε κάθε εκδήλωση που θα γίνει πάνω σ’ αυτή τη βάση, δεν θα εξαπατήσουν όμως τον λαό με την παραδοχή της ιδέας ότι, όταν λείπει ένα επαναστατικό κίνημα, μπορεί να γίνει ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, χωρίς καταπίεση των εθνών, χωρίς ληστεία, ειρήνη που να μην περιέχει το σπέρμα νέων πολέμων ανάμεσα στις σημερινές κυβερνήσεις και ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις. (…) Όποιος θέλει σταθερή και δημοκρατική ειρήνη, έχει υποχρέωση να είναι υπέρ του εμφυλίου πολέμου ενάντια στις κυβερνήσεις και την αστική τάξη.»
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Λένιν είναι εξαιρετικά σαφής. Η προοπτική ενός πολέμου, με τις εκατόμβες νεκρών που υπόσχεται, δημιουργεί αισθήματα αγανάκτησης και αντιπολεμικές διαθέσεις στους καταπιεσμένους. Αυτό είναι και το υπέδαφος πάνω στο οποίο χρειάζεται να δουλέψουν οι κομμουνιστές. Χρειάζεται να γίνεται καθαρό ότι χωρίς επαναστατικό ταξικό κίνημα, κάθε μορφή ειρήνης θα εγκυμονεί νέους πολέμους, όπως και όξυνση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και όλου του λαού. Αυτό το συμπέρασμα, πριν την έναρξη του πολέμου βάζει το καθήκον για κοινή διεθνιστική πάλη των εργατικών τάξεων των εμπόλεμων χωρών ενάντια στον πόλεμο.
Στην πράξη σημαίνει την ανάπτυξη ενός πολύμορφου φάσματος δράσεων από διεθνιστικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις, καταλήψεις και απεργίες, που θα φτάνει ως τη γενική πολιτική απεργία, αλλά και ως την επαναστατική ανατροπή των αστικών τάξεων των εμπόλεμων χωρών, την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της.
Ωστόσο, «αν η πάλη της εργατικής και του λαού δεν κατορθώσει να αποτρέψει τον πόλεμο, τότε, σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να παλέψουμε για την μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση. (…)
Καμιά ανακωχή της ταξικής πάλης στην κοινωνία, αντίθετα πρέπει να κλιμακωθεί αυτή η πάλη με απεργίες, αντιπολεμικές διαδηλώσεις και άλλες δράσεις. Κεντρικός άξονας της πάλης παντού αλλά κυρίως μέσα στο στρατό είναι ότι ο εχθρός είναι στη δική μας χώρα. Είναι οι καπιταλιστές, οι τράπεζες, οι δυνάμεις καταστολής, οι στρατοκράτες, το κράτος και η κυβέρνηση.
Παλεύουμε ενάντια στην στρατιωτική πειθαρχία, μην αναγνωρίζοντας την εξουσία των αξιωματικών, αναλαμβάνοντας την διεύθυνση των μονάδων από επιτροπές φαντάρων. Αντιπολεμική δράση μέσα στον στρατό και συναδέλφωση με τους «αντίπαλους» φαντάρους και συνένωση των δυνάμεων για το σταμάτημα του πολέμου και την μετατροπή του σε επανάσταση. Η διεθνιστική επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και κυρίως της νεολαίας στο στρατό είναι ο μόνος δρόμος για το σταμάτημα του πολέμου.»
Εδώ αξίζει να σταθούμε σε ένα εξαιρετικά σοβαρό σημείο. Ο Λένιν μιλάει για «εμφύλιο» πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της. Στη χώρα μας, μετά το έπος και την τραγωδία του ταξικού πολέμου 1945-49, η αστική τάξη και οι εκπρόσωποί της, δεν χάνουν ευκαιρία να ταυτίζουν την επανάσταση με έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου «αδερφός σκοτώνει αδερφό», ή όπου «Έλληνας σκοτώνει Έλληνα», εξισώνοντας την Αριστερά με κάποιους παρανοϊκούς, αιμοδιψείς ανθρώπους, που ζουν με «το όπλο παρά πόδα», με μοναδικό σκοπό τη δολοφονία αθώων ομοεθνών τους. Να σημειώσουμε επίσης, ότι αυτή η αντίληψη εδώ και δεκαετίες αναπαράγεται με τρόπο φοβικό και από την ίδια την Αριστερά και τις οργανώσεις της, δίνοντας με κάθε ευκαιρία πιστοποιητικά σωφροσύνης και νομιμότητας.
Ωστόσο, η ιστορία του επαναστατικού κινήματος έχει πολλά να μας διδάξει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Οι κομμουνιστές δεν είναι, κάποιοι γενικολόγοι πασιφιστές. Είναι υπέρ της μαζικής επαναστατικής βίας, η οποία όταν φτάνει στην ένοπλη σύγκρουση, στην οξύτερη, δηλαδή, μορφή ταξικής πάλης, βασικά έχει αμυντικό χαρακτήρα. Βασικό παράδειγμα ο Κόκκινος Οκτώβρης του 1917: Η διαδικασία επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και τους Ρώσους εργάτες, στρατιώτες και αγρότες, ήταν τόσο καλά οργανωμένη, που επί της ουσίας δεν υπήρχαν θύματα. Ο εμφύλιος που ακολούθησε ήταν το αποτέλεσμα επίθεσης στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία 14 (!) ιμπεριαλιστικών στρατών σε αγαστή συνεργασία με τους Ρώσους αστούς αντεπαναστάτες, όπου οι Μπολσεβίκοι χρειάστηκε να δημιουργήσουν στρατό σχεδόν από το μηδέν.
Χρειάζεται να το τονίζουμε με κάθε τρόπο: για τους Κομμουνιστές «κέντρο της πάλης είναι η Ζωή η ίδια. Η ίδια η Ζωή είναι η κεντρική κατηγορία του μαρξισμού. Η μεταμόρφωση του κόσμου είναι αναγκαιότητα της Ζωής.»
Από αυτή την άποψη και σύμφωνα με τα παραπάνω μπαίνει η θέση του Λένιν ότι «σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί να μην εύχεται την ήττα της δικής της κυβέρνησης, δεν μπορεί να μην βλέπει τη σύνδεση ανάμεσα στις στρατιωτικές αποτυχίες της κυβέρνησής της και στη διευκόλυνση της ανατροπής της».
Και συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα: «Μόνο ένας αστός, που πιστεύει ότι ο πόλεμος, τον οποίο άρχισαν οι κυβερνήσεις, θα τελειώσει οπωσδήποτε σαν πόλεμος ανάμεσα σε κυβερνήσεις, μόνο ένας αστός που το πιστεύει αυτό και το εύχεται, θα βρει «γελοία» και «παράλογη» την ιδέα ότι οι σοσιαλιστές όλων των εμπόλεμων χωρών πρέπει να εκφράσουν την ευχή να ηττηθούν όλες οι εμπόλεμες κυβερνήσεις «τους». Αντίθετα, ακριβώς αυτή η εκδήλωση θα ανταποκρινόταν στις ενδόμυχες σκέψεις του κάθε συνειδητού εργάτη και θα ήταν σύμφωνη με τη γραμμή της δράσης μας, που κατευθύνεται στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. (…) Οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να εξηγούν στις μάζες ότι δεν υπάρχει γι’ αυτές άλλη σωτηρία έξω από την επαναστατική ανατροπή των κυβερνήσεων «τους» και ότι πρέπει να επωφεληθούν από τις δυσκολίες αυτών των κυβερνήσεων στο σημερινό πόλεμο γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό».
Οι θέσεις αυτές χρειάζεται να γίνουν κτήμα των αγωνιστών της Αριστεράς σήμερα, για να αποφευχθεί η σύγχυση περί «υπεράσπισης της πατρίδας» και «εθνικής ενότητας». Η ελληνική κυβέρνηση κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Ενώ υποτίθεται ότι είναι αμυνόμενη, εφόσον σκόρπισε τη φτώχεια και την εξαθλίωση σε ολόκληρο τον λαό, προδίδοντας τις όποιες προσδοκίες υπήρχαν από την «πρώτη φορά αριστερά», έγινε μια από τις πιο φιλο-ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, σχηματίζοντας τον αντιδραστικό άξονα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος, θέλοντας να εμφανιστεί στον ιμπεριαλισμό ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή κι έτσι να παίζει ηγεμονικό ρόλο. Λέγοντας αυτά, εννοείται πως σε καμία περίπτωση δεν στηρίζουμε κάποια εξίσου εκμεταλλευτική, αστική κυβέρνηση άλλης χώρας ή κάποιον άλλο συνδυασμό αστικών κομμάτων στην κυβέρνηση ετούτης της χώρας.
Οι αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων, της Στουτγάρδης (1907), της Κοπεγχάγης (1910), της Βασιλείας (1912), καθόρισαν την τακτική των σοσιαλιστών στις συνθήκες του πολέμου, τονίζοντας ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα είναι παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Υπό αυτό το πρίσμα έμπαινε το καθήκον στους σοσιαλιστές να εκμεταλλευτούν την οικονομική και πολιτική κρίση που δημιουργεί ο πόλεμος, υπέρ τη επανάστασης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Ωστόσο, όταν άρχισε ο πόλεμος, η πλειοψηφία των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της ΙΙ Διεθνούς «ξέχασαν» τις αποφάσεις που οι ίδιοι είχαν πάρει, πέρασαν με το μέρος των αστικών τάξεων των χωρών τους και υποστήριξαν τον πόλεμο.
Ψήφιζαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, επαναλάμβαναν τα σοβινιστικά συνθήματα της αστικής τάξης υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας, δικαιολογούσαν με κάθε τρόπο τον πόλεμο, εφάρμοζαν πολιτική ταξικής ειρήνης και κατά συνέπεια, καλούσαν την εργατική τάξη, όσο διαρκούσε ο πόλεμος, να διακόψει την ταξική πάλη σε οποιαδήποτε μορφή της.
Η προδοσία του σοσιαλισμού από τη ΙΙ Διεθνή και τους ηγέτες της, σήμανε και τη χρεοκοπία της. Αυτή η στάση, βέβαια, δεν ήρθε από το πουθενά. Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας αφομοίωσης των σοσιαλιστικών κομμάτων στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, μετατρέποντας τα περιθώρια επαναστατικής πάλης εντός της αστικής δημοκρατίας σε δουλοπρέπεια απέναντί της. Από αυτή τη διαδικασία προκύπτει ο πολεμοχαρής και φανατικός εθνικισμός των κατ’ επίφαση σοσιαλιστών, αλλά επί της ουσίας οπορτουνιστών.
Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (Влади́мир Ильи́ч Улья́нов), γνωστότερος ως Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν
Γι’ αυτό και ο Λένιν τους αποκαλεί «σοσιαλσοβινιστές», εξηγώντας ότι:
«το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού και σοσιαλσοβινισμού είναι ένα και το ίδιο: η συνεργασία των τάξεων αντί της πάλης των τάξεων, άρνηση των επαναστατικών μέσων πάλης, βοήθεια στην κυβέρνησή «τους», που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αντί χρησιμοποίηση των δυσκολιών της για την επανάσταση»,
και παρακάτω…
«η ενότητα με τους οπορτουνιστές σημαίνει σήμερα στην πράξη υποταγή της εργατικής τάξης στην εθνική «της» αστική τάξη, σημαίνει συμμαχία μαζί της για την υποδούλωση ξένων εθνών και για τον αγώνα για τα προνόμια του κυρίαρχου έθνους και αποτελεί διάσπαση του επαναστατικού προλεταριάτου όλων των χωρών» (…) «ο ρεφορμιστικός σοσιαλισμός πεθαίνει. Ο αναγεννώμενος σοσιαλισμός θα είναι επαναστατικός, αδιάλλακτος, στασιαστικός…».
Είναι σαφές ότι το ρεύμα του επαναστατικού μαρξισμού πάντα καταδίκαζε και καταδικάζει τους πολέμους ανάμεσα στους λαούς ως κάτι βάρβαρο και απάνθρωπο. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν προκύπτει από γενικά και αφηρημένα πασιφιστικά αισθήματα. Ως μαρξιστές μπορούμε να κατανοήσουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την πάλη των τάξεων, τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και διεθνώς. Και από την άποψη αυτή, γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την επαναστατική εξάλειψη των τάξεων και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε διεθνή κλίμακα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, μελετάμε τον κάθε πόλεμο χωριστά υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα κάθε μορφή αγώνα της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη:
«τον πόλεμο των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη».
Ο Λένιν, χωρίς περιστροφές, χαρακτηρίζει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιμπεριαλιστικό.
Σύμφωνα με τον μεγάλο Ρώσο επαναστάτη:
«Ο ιμπεριαλισμός είναι η ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην οποία έφτασε μόλις τον 20αιώνα. Ο καπιταλισμός δεν χωράει πια στα στενά πλαίσια των παλιών εθνικών κρατών (…). Το ελεύθερο εμπόριο και ο συναγωνισμός έχουν αντικατασταθεί από την τάση προς το μονοπώλιο, προς την κατάκτηση εδαφών για επένδυση κεφαλαίων, για εξαγωγή πρώτων υλών κτλ.».
Αν εφαρμόσουμε αυτή την άποψη στις σημερινές αντιπαραθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας μας της χώρας, θα δούμε ότι κεντρικός τους στόχος είναι ο πλήρης γεωπολιτικός έλεγχος από την πλευρά του ιμπεριαλισμού τόσο της περιοχής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και της Συρίας και γενικά της Μέσης Ανατολής, ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των ενεργειακών δρόμων, των σφαιρών επιρροής, χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά το ένα αστικό καθεστώς απέναντι στο άλλο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συμβαίνουν στο ηφαιστειογενές έδαφος της παγκόσμιας και ιστορικής-δομικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία επιμένει να παραμένει άλυτη εδώ και μια δεκαετίας, παρά τα όποια ευχολόγια για οριστική έξοδο από την κρίση και τους αλχημιστικούς αυτοσχεδιασμούς των αστικών επιτελείων προς αντιμετώπισή της.
Οι διαμοιβές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σήμερα όσο και στον καιρό του Λένιν, με τα πολιτικά παιχνίδια, τους πολεμικούς ανταγωνισμούς και τους εξοπλισμούς που αυτοί συνεπάγονται, αναμφισβήτητα προκαλούν μια οξύτατη κρίση στην κοινωνία και επιδεινώνουν σε αφάνταστο βαθμό την αθλιότητα των εργαζόμενων και όλων των καταπιεζόμενων.
Κατά τον Λένιν:
«Ο αντιδραστικός χαρακτήρας αυτού του πολέμου, οι ξετσίπωτες ψευτιές της αστικής τάξης όλων των χωρών, που με «εθνική» ιδεολογία συγκαλύπτει τους ληστρικούς σκοπούς της, όλα αυτά, στη βάση μιας αντικειμενικά επαναστατικής κατάστασης, προκαλούν αναπότρεπτα επαναστατικές διαθέσεις μέσα στις μάζες. Χρέος μας είναι να βοηθήσουμε ώστε οι διαθέσεις αυτές να πάρουν συνειδητή μορφή, να αποκτήσουν βαθύτερο περιεχόμενο, να διαμορφωθούν».
Στην εποχή, μάλιστα, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε πολλές περιπτώσεις είχαν παρουσιαστεί φαινόμενα συναδέλφωσης στα χαρακώματα στρατιωτών αντιμαχόμενων δυνάμεων, δείχνοντας πόσο θα ήταν δυνατόν να συντομευθεί ο εγκληματικός πόλεμος και να οργανωθεί ένα επαναστατικό διεθνές κίνημα, αν υπήρχε συστηματική δουλειά των επαναστατών μαρξιστών των εμπόλεμων χωρών προς αυτή την κατεύθυνση.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ το γεγονός ότι μαζί με τις προδοσίες και την πολιτική ταξικής ειρήνης που εφάρμοζαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι ηγέτες τους (Πλεχάνωφ και Κάουτσκυ είναι δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους των σοσιαλδημοκρατών που υποστήριξαν αυτή την πολιτική), οι πιο επιφανείς αναρχικοί όλου του κόσμου ακολούθησαν αντίστοιχα βήματα υποστήριξης του πολέμου, με τον αναρχικό πρίγκιπα Πιότρ Κροπότκιν να δίνει τον τόνο.
Ανοίγοντας έναν τελείως διαφορετικό δρόμο ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο Λένιν εξηγεί ότι σε συνθήκες πολέμου, για να οδηγηθούν οι μάζες προς την εξέγερση, τα επαναστατικά κόμματα «χωρίς να παραιτηθούν σε καμία περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από τη χρησιμοποίηση κάθε νόμιμης δυνατότητας, και της πιο μικρής, για την οργάνωση των μαζών κάτω από το κήρυγμα του σοσιαλισμού, πρέπει να ξεκόψουν από τον δουλοπρεπή σεβασμό της νομιμότητας».
Με άλλα λόγια, «δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούν οι μάζες στην επανάσταση, χωρίς να δημιουργηθεί παράνομη οργάνωση με σκοπό το κήρυγμα, τη συζήτηση, την εκτίμηση και την προετοιμασία των επαναστατικών μέσω πάλης».
Όσο κι αν φαίνεται «παράκαιρη» η πρόταση του Λένιν, στο σημερινό πολιτικό σκηνικό η ένταση της κρατικής-αστυνομικής καταστολής σχεδόν σε όποια μορφή δράσης υιοθετεί το ταξικό κίνημα, η τάση προς απαγόρευση των απεργιών, η ποινικοποίηση των κοινωνικών και εργατικών αγώνων, οι «παραδειγματικές» τιμωρίες αγωνιστών, ο χαρακτηρισμός νεαρών έγκλειστων αναρχικών σε «ατομικούς τρομοκράτες» και «μοναχικούς λύκους», είναι αρκετά δείγματα για να μας πείσουν ότι χρειάζεται προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα και για όλες τις μορφές δράσεις που ιστορικά έχει στη διάθεσή του το ταξικό επαναστατικό κίνημα, ανάλογα με τις ανάγκες που προτάσσει η ίδια η ταξική πάλη την κάθε δοσμένη περίοδο.
«Οι διαθέσεις των μαζών υπέρ της ειρήνης εκφράζουν συχνά την απαρχή της διαμαρτυρίας, της αγανάκτησης και της επίγνωσης της αντιδραστικότητας του πολέμου. Είναι χρέος όλων των σοσιαλδημοκρατών να επωφεληθούν απ’ αυτές τις διαθέσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες θα πάρουν με τη μεγαλύτερη θέρμη μέρος σε κάθε κίνημα και σε κάθε εκδήλωση που θα γίνει πάνω σ’ αυτή τη βάση, δεν θα εξαπατήσουν όμως τον λαό με την παραδοχή της ιδέας ότι, όταν λείπει ένα επαναστατικό κίνημα, μπορεί να γίνει ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, χωρίς καταπίεση των εθνών, χωρίς ληστεία, ειρήνη που να μην περιέχει το σπέρμα νέων πολέμων ανάμεσα στις σημερινές κυβερνήσεις και ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις. (…) Όποιος θέλει σταθερή και δημοκρατική ειρήνη, έχει υποχρέωση να είναι υπέρ του εμφυλίου πολέμου ενάντια στις κυβερνήσεις και την αστική τάξη.»
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Λένιν είναι εξαιρετικά σαφής. Η προοπτική ενός πολέμου, με τις εκατόμβες νεκρών που υπόσχεται, δημιουργεί αισθήματα αγανάκτησης και αντιπολεμικές διαθέσεις στους καταπιεσμένους. Αυτό είναι και το υπέδαφος πάνω στο οποίο χρειάζεται να δουλέψουν οι κομμουνιστές. Χρειάζεται να γίνεται καθαρό ότι χωρίς επαναστατικό ταξικό κίνημα, κάθε μορφή ειρήνης θα εγκυμονεί νέους πολέμους, όπως και όξυνση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και όλου του λαού. Αυτό το συμπέρασμα, πριν την έναρξη του πολέμου βάζει το καθήκον για κοινή διεθνιστική πάλη των εργατικών τάξεων των εμπόλεμων χωρών ενάντια στον πόλεμο.
Στην πράξη σημαίνει την ανάπτυξη ενός πολύμορφου φάσματος δράσεων από διεθνιστικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις, καταλήψεις και απεργίες, που θα φτάνει ως τη γενική πολιτική απεργία, αλλά και ως την επαναστατική ανατροπή των αστικών τάξεων των εμπόλεμων χωρών, την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της.
Ωστόσο, «αν η πάλη της εργατικής και του λαού δεν κατορθώσει να αποτρέψει τον πόλεμο, τότε, σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να παλέψουμε για την μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση. (…)
Καμιά ανακωχή της ταξικής πάλης στην κοινωνία, αντίθετα πρέπει να κλιμακωθεί αυτή η πάλη με απεργίες, αντιπολεμικές διαδηλώσεις και άλλες δράσεις. Κεντρικός άξονας της πάλης παντού αλλά κυρίως μέσα στο στρατό είναι ότι ο εχθρός είναι στη δική μας χώρα. Είναι οι καπιταλιστές, οι τράπεζες, οι δυνάμεις καταστολής, οι στρατοκράτες, το κράτος και η κυβέρνηση.
Παλεύουμε ενάντια στην στρατιωτική πειθαρχία, μην αναγνωρίζοντας την εξουσία των αξιωματικών, αναλαμβάνοντας την διεύθυνση των μονάδων από επιτροπές φαντάρων. Αντιπολεμική δράση μέσα στον στρατό και συναδέλφωση με τους «αντίπαλους» φαντάρους και συνένωση των δυνάμεων για το σταμάτημα του πολέμου και την μετατροπή του σε επανάσταση. Η διεθνιστική επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και κυρίως της νεολαίας στο στρατό είναι ο μόνος δρόμος για το σταμάτημα του πολέμου.»
Εδώ αξίζει να σταθούμε σε ένα εξαιρετικά σοβαρό σημείο. Ο Λένιν μιλάει για «εμφύλιο» πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της. Στη χώρα μας, μετά το έπος και την τραγωδία του ταξικού πολέμου 1945-49, η αστική τάξη και οι εκπρόσωποί της, δεν χάνουν ευκαιρία να ταυτίζουν την επανάσταση με έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου «αδερφός σκοτώνει αδερφό», ή όπου «Έλληνας σκοτώνει Έλληνα», εξισώνοντας την Αριστερά με κάποιους παρανοϊκούς, αιμοδιψείς ανθρώπους, που ζουν με «το όπλο παρά πόδα», με μοναδικό σκοπό τη δολοφονία αθώων ομοεθνών τους. Να σημειώσουμε επίσης, ότι αυτή η αντίληψη εδώ και δεκαετίες αναπαράγεται με τρόπο φοβικό και από την ίδια την Αριστερά και τις οργανώσεις της, δίνοντας με κάθε ευκαιρία πιστοποιητικά σωφροσύνης και νομιμότητας.
Ωστόσο, η ιστορία του επαναστατικού κινήματος έχει πολλά να μας διδάξει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Οι κομμουνιστές δεν είναι, κάποιοι γενικολόγοι πασιφιστές. Είναι υπέρ της μαζικής επαναστατικής βίας, η οποία όταν φτάνει στην ένοπλη σύγκρουση, στην οξύτερη, δηλαδή, μορφή ταξικής πάλης, βασικά έχει αμυντικό χαρακτήρα. Βασικό παράδειγμα ο Κόκκινος Οκτώβρης του 1917: Η διαδικασία επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και τους Ρώσους εργάτες, στρατιώτες και αγρότες, ήταν τόσο καλά οργανωμένη, που επί της ουσίας δεν υπήρχαν θύματα. Ο εμφύλιος που ακολούθησε ήταν το αποτέλεσμα επίθεσης στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία 14 (!) ιμπεριαλιστικών στρατών σε αγαστή συνεργασία με τους Ρώσους αστούς αντεπαναστάτες, όπου οι Μπολσεβίκοι χρειάστηκε να δημιουργήσουν στρατό σχεδόν από το μηδέν.
Χρειάζεται να το τονίζουμε με κάθε τρόπο: για τους Κομμουνιστές «κέντρο της πάλης είναι η Ζωή η ίδια. Η ίδια η Ζωή είναι η κεντρική κατηγορία του μαρξισμού. Η μεταμόρφωση του κόσμου είναι αναγκαιότητα της Ζωής.»
Από αυτή την άποψη και σύμφωνα με τα παραπάνω μπαίνει η θέση του Λένιν ότι «σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί να μην εύχεται την ήττα της δικής της κυβέρνησης, δεν μπορεί να μην βλέπει τη σύνδεση ανάμεσα στις στρατιωτικές αποτυχίες της κυβέρνησής της και στη διευκόλυνση της ανατροπής της».
Και συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα: «Μόνο ένας αστός, που πιστεύει ότι ο πόλεμος, τον οποίο άρχισαν οι κυβερνήσεις, θα τελειώσει οπωσδήποτε σαν πόλεμος ανάμεσα σε κυβερνήσεις, μόνο ένας αστός που το πιστεύει αυτό και το εύχεται, θα βρει «γελοία» και «παράλογη» την ιδέα ότι οι σοσιαλιστές όλων των εμπόλεμων χωρών πρέπει να εκφράσουν την ευχή να ηττηθούν όλες οι εμπόλεμες κυβερνήσεις «τους». Αντίθετα, ακριβώς αυτή η εκδήλωση θα ανταποκρινόταν στις ενδόμυχες σκέψεις του κάθε συνειδητού εργάτη και θα ήταν σύμφωνη με τη γραμμή της δράσης μας, που κατευθύνεται στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. (…) Οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να εξηγούν στις μάζες ότι δεν υπάρχει γι’ αυτές άλλη σωτηρία έξω από την επαναστατική ανατροπή των κυβερνήσεων «τους» και ότι πρέπει να επωφεληθούν από τις δυσκολίες αυτών των κυβερνήσεων στο σημερινό πόλεμο γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό».
Οι θέσεις αυτές χρειάζεται να γίνουν κτήμα των αγωνιστών της Αριστεράς σήμερα, για να αποφευχθεί η σύγχυση περί «υπεράσπισης της πατρίδας» και «εθνικής ενότητας». Η ελληνική κυβέρνηση κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Ενώ υποτίθεται ότι είναι αμυνόμενη, εφόσον σκόρπισε τη φτώχεια και την εξαθλίωση σε ολόκληρο τον λαό, προδίδοντας τις όποιες προσδοκίες υπήρχαν από την «πρώτη φορά αριστερά», έγινε μια από τις πιο φιλο-ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, σχηματίζοντας τον αντιδραστικό άξονα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος, θέλοντας να εμφανιστεί στον ιμπεριαλισμό ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή κι έτσι να παίζει ηγεμονικό ρόλο. Λέγοντας αυτά, εννοείται πως σε καμία περίπτωση δεν στηρίζουμε κάποια εξίσου εκμεταλλευτική, αστική κυβέρνηση άλλης χώρας ή κάποιον άλλο συνδυασμό αστικών κομμάτων στην κυβέρνηση ετούτης της χώρας.
Η πρώτη διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη εναντίον του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην οποία πήραν μέρος τριάντα οκτώ αντιπρόσωποι από έντεκα χώρες, έγινε στην Ελβετία, στο χωριό Τσίμερβαλντ, κοντά στη Βέρνη, στις 5-8 Σεπτεμβρίου του 1915. Το κείμενο του περίφημου μανιφέστου γράφτηκε από τον Λέον Τρότσκι. Παρακάτω παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα από αυτό το κείμενο:
« (…) Η Ευρώπη κατάντησε ένα απέραντο ανθρωποσφαγείο. Όλη η επιστήμη, το προϊόν πολλών γενεών, έχει μπει στην υπηρεσία της καταστροφής. Η πιο άγρια βαρβαρότητα γιορτάζει τον θρίαμβό της πάνω σε όλα όσα αποτελούσαν πριν το καμάρι και την περηφάνια του ανθρώπινου γένους.
(…) Ο πόλεμος που προκάλεσε αυτό το χάος είναι αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού, συνέπεια της προσπάθειας της καπιταλιστικής τάξης κάθε έθνους να ικανοποιήσει την απληστία της για κέρδος με την εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου και των θησαυρών της φύσης.
(…) Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, γίνονται όλο και πιο φανερές οι πραγματικές κινητήριες δυνάμεις του, σε όλη τη χυδαιότητα και την προστυχιά. Κομμάτι-κομμάτι, ο πέπλος που έκρυβε από τους λαούς το αληθινό νόημα της παγκόσμιας αυτής καταστροφής, πέφτει. Σε κάθε χώρα οι καπιταλιστές, που από το αίμα των λαών βγάζουν το χρυσάφι των πολεμικών κερδών τους, διακηρύττουν πως ο πόλεμος γίνεται για την εθνική άμυνα, για τη δημοκρατία και την απελευθέρωση των εθνοτήτων που καταπιέζονται.
ΛΕΝΕ ΨΕΜΑΤΑ!
Στην πραγματικότητα θάβουν στα πεδία της καταστροφής τις ελευθερίες των λαών τους μαζί με την ανεξαρτησία των άλλων εθνών. Καινούρια δεσμά, καινούριες αλυσίδες, καινούρια βάρη ετοιμάζονται και οι εργάτες σε όλες τις χώρες, τόσο στις νικήτριες όσο και στις νικημένες θα πρέπει να τα υπομείνουν.
(…) Για δεκαετίες το κόστος του πολέμου θα καταβροχθίζει όλη τη ζωτικότητα των λαών.
(…) Πνευματική και ηθική ερήμωση, οικονομική καταστροφή, πολιτική αντίδραση – αυτά είναι τα αγαθά της φοβερής ετούτης σύγκρουσης ανάμεσα στα έθνη.
(…) Δεν υποστηρίζουμε την εθνική αλληλεγγύη με την εκμεταλλεύτρια τάξη, αλλά τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων και τον διεθνή αγώνα της εργατικής τάξης.
(…) Ο αγώνας πρέπει να είναι για την ελευθερία, την αδερφοσύνη των εθνών, τον σοσιαλισμό.
Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε!»
Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για χιλιάδες πρωτοπόρους εργάτες της εποχής, σημειώνοντας ένα αναγκαίο βήμα προς τη δημιουργία της Τρίτης Διεθνούς. Ήταν καθοριστική στην ενίσχυση του διεθνούς επαναστατικού ρεύματος που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το Τσίμερβαλντ αποτελεί πολύτιμο δίδαγμα για τους αγωνιστές στην Ελλάδα και διεθνώς, που παλεύουν να θέσουν τέλος στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Δείχνει την αναγκαιότητα της κοινής διεθνιστικής πάλης των εργατικών τάξεων όλων των εμπόλεμων χωρών ή των χωρών που βρίσκονται προ των πυλών του πολέμου λόγω των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, για την ανατροπή των αστικών τάξεων των χωρών τους.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ▷ (γερμανικά: Karl Liebknecht)
(1871-1919) ήταν Γερμανός κομμουνιστής πολιτικός
« (…) Η Ευρώπη κατάντησε ένα απέραντο ανθρωποσφαγείο. Όλη η επιστήμη, το προϊόν πολλών γενεών, έχει μπει στην υπηρεσία της καταστροφής. Η πιο άγρια βαρβαρότητα γιορτάζει τον θρίαμβό της πάνω σε όλα όσα αποτελούσαν πριν το καμάρι και την περηφάνια του ανθρώπινου γένους.
(…) Ο πόλεμος που προκάλεσε αυτό το χάος είναι αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού, συνέπεια της προσπάθειας της καπιταλιστικής τάξης κάθε έθνους να ικανοποιήσει την απληστία της για κέρδος με την εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου και των θησαυρών της φύσης.
(…) Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, γίνονται όλο και πιο φανερές οι πραγματικές κινητήριες δυνάμεις του, σε όλη τη χυδαιότητα και την προστυχιά. Κομμάτι-κομμάτι, ο πέπλος που έκρυβε από τους λαούς το αληθινό νόημα της παγκόσμιας αυτής καταστροφής, πέφτει. Σε κάθε χώρα οι καπιταλιστές, που από το αίμα των λαών βγάζουν το χρυσάφι των πολεμικών κερδών τους, διακηρύττουν πως ο πόλεμος γίνεται για την εθνική άμυνα, για τη δημοκρατία και την απελευθέρωση των εθνοτήτων που καταπιέζονται.
ΛΕΝΕ ΨΕΜΑΤΑ!
Στην πραγματικότητα θάβουν στα πεδία της καταστροφής τις ελευθερίες των λαών τους μαζί με την ανεξαρτησία των άλλων εθνών. Καινούρια δεσμά, καινούριες αλυσίδες, καινούρια βάρη ετοιμάζονται και οι εργάτες σε όλες τις χώρες, τόσο στις νικήτριες όσο και στις νικημένες θα πρέπει να τα υπομείνουν.
(…) Για δεκαετίες το κόστος του πολέμου θα καταβροχθίζει όλη τη ζωτικότητα των λαών.
(…) Πνευματική και ηθική ερήμωση, οικονομική καταστροφή, πολιτική αντίδραση – αυτά είναι τα αγαθά της φοβερής ετούτης σύγκρουσης ανάμεσα στα έθνη.
(…) Δεν υποστηρίζουμε την εθνική αλληλεγγύη με την εκμεταλλεύτρια τάξη, αλλά τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων και τον διεθνή αγώνα της εργατικής τάξης.
(…) Ο αγώνας πρέπει να είναι για την ελευθερία, την αδερφοσύνη των εθνών, τον σοσιαλισμό.
Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε!»
Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για χιλιάδες πρωτοπόρους εργάτες της εποχής, σημειώνοντας ένα αναγκαίο βήμα προς τη δημιουργία της Τρίτης Διεθνούς. Ήταν καθοριστική στην ενίσχυση του διεθνούς επαναστατικού ρεύματος που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το Τσίμερβαλντ αποτελεί πολύτιμο δίδαγμα για τους αγωνιστές στην Ελλάδα και διεθνώς, που παλεύουν να θέσουν τέλος στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Δείχνει την αναγκαιότητα της κοινής διεθνιστικής πάλης των εργατικών τάξεων όλων των εμπόλεμων χωρών ή των χωρών που βρίσκονται προ των πυλών του πολέμου λόγω των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, για την ανατροπή των αστικών τάξεων των χωρών τους.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ▷ (γερμανικά: Karl Liebknecht)
(1871-1919) ήταν Γερμανός κομμουνιστής πολιτικός
ΚΑΡΛ ΛΙΜΠΚΝΕΧΤ:
«Ο ΒΑΣΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΑΣ ΤΗ ΧΩΡΑ»
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, στελέχους του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και δικηγόρος στο επάγγελμα, ήδη από το 1906, με το βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός και Αντιμιλιταρισμός» πρότασσε τον προλεταριακό διεθνισμό και αντιτάσσονταν στη συμπόρευση του προλεταριάτου με τους σχεδιασμούς της γερμανικής αστικής τάξης. Την ίδια περίοδο (1905-1907) καλούσε τους Γερμανούς εργάτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ρωσικής επανάστασης. Αυτή του η δραστηριότητα του κόστισε 1,5 χρόνο φυλάκισης. Παρ’ όλο που οι θέσεις του για τον πόλεμο δεν υιοθετήθηκαν από το κόμμα, η απολογία του στο δικαστήριο τον κατέστησε σύμβολο του αντιπολεμικού κινήματος. Από εκεί ξεκινάει και η γνωριμία του με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το 1912 εκλέχτηκε βουλευτής του Ράιχσταγκ. Στις 4 Αυγούστου 1914, αν και διαφωνούσε με την ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων, τις υπερψήφισε πειθαρχώντας στην απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Ωστόσο, σύντομα, στις 2 Δεκεμβρίου, ήταν ο μόνος βουλευτής που καταψήφισε τις στρατιωτικές πιστώσεις. Στη συνέχεια, συμπορεύονται με τη Ρόζα πρωτοστατώντας στην ίδρυση του «Σπάρτακου». Τον Μάιο του 1916 βρίσκεται επικεφαλής αντιπολεμικού συλλαλητηρίου, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε 5 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Απελευθερώνεται από την επανάσταση του Νοέμβρη του 1918. Ένας από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας και από τους βασικούς καθοδηγητές της εξέγερσης των Βερολινέζων εργατών (Ιανουάριος 1919). Μετά από την κατάπνιξη της εξέγερσης, δολοφονήθηκε άγρια από τις συμμορίες των σοσιαλδημοκρατών Νόσκε και Έμπερτ.
Η μπροσούρα του με τίτλο «Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!» γράφεται τον Μάιο του 1915, με αφορμή την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία στην Αυστροουγγαρία την ίδια περίοδο. Έναν χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1916, η Ιταλία θα κηρύξει τον πόλεμο και στη Γερμανία.
«Οι λαϊκές μάζες των χωρών που διεξάγουν τον πόλεμο έχουν αρχίσει να απελευθερώνονται από το δίκτυο των ψεμάτων της κυβερνητικής προπαγάνδας. Ο γερμανικός λαός έχει αρχίσει κι αυτός να συνειδητοποιεί ποιοι είναι οι άμεσοι υπαίτιοι για το ξέσπασμά του (…). Γιγαντώθηκε η θέληση για γρήγορη επικράτηση της ειρήνης παντού – ακόμα και στον στρατό! Αυτό αποτελεί σοβαρή ανησυχία για τους Γερμανούς και Αυστριακούς ιμπεριαλιστές (…).
Η ενεργή εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο θέλουν να λειτουργήσει γι’ αυτούς ως ευπρόσδεκτη ευκαιρία που θα πυροδοτήσει νέο ντελίριο εθνικού μίσους, θα καταπνίξει την επιθυμία για ειρήνη, θα εξαφανίσει τα ίχνη της δικής τους ενοχής. Σπεκουλάρουν πάνω στη λήθη του γερμανικού λαού, πάνω στην τόσο συχνά δοκιμασμένη υπομονή του (…)
Τα σχέδιά τους πρέπει να ανατραπούν – και θα ανατραπούν εφόσον το κομμάτι του γερμανικού προλεταριάτου που παραμένει πιστό στον διεθνή σοσιαλισμό, εξακολουθεί να έχει συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και να στέκεται αντάξιό της σε αυτούς τους φρικτούς καιρούς. (…)
Ενημερωνόμαστε για τα πάντα, δεν ξεχνάμε τίποτα! (…)
Ρωτάμε: Σε ποιον χρωστάει ο γερμανικός λαός τη συνέχιση του φρικτού αυτού πολέμου, σε ποιόν χρωστάει την εμπλοκή της Ιταλίας; Σε ποιον άλλο πέρα από τους ανεύθυνους υπεύθυνους στην ίδια του τη χώρα (…)
Το να «ενημερωνόμαστε και να θυμόμαστε» ισχύει πάνω απ’ όλα για τον ηρωικό αγώνα που έκαναν και κάνουν ακόμα οι Ιταλοί σύντροφοί μας ενάντια στον πόλεμο. Αγωνίζονται με τον Τύπο, με συγκεντρώσεις, με συλλαλητήρια στους δρόμους, αγωνίζονται με επαναστατική δύναμη και τόλμη, αντιστεκόμενοι ψυχή τε και σώματι ενάντια στις φρικτές επιπτώσεις των εθνικιστικών κυμάτων που ξεσηκώνει η εξουσία!
(…) Διεθνής προλεταριακός ταξικός αγώνας ενάντια στη διεθνή ιμπεριαλιστική κατακρεούργηση των λαών, αυτό είναι το σοσιαλιστικό κάλεσμα του καιρού μας.
(…) Ο βασικός εχθρός του γερμανικού λαού είναι στην ίδια τη Γερμανία: Είναι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός (…). Αυτόν τον εσωτερικό εχθρό πρέπει να πολεμήσει ο γερμανικός λαός, να τον πολεμήσει με την πολιτική πάλη, σε συνεργασία με το προλεταριάτο των άλλων χωρών, του οποίου ο αγώνας στρέφεται ενάντια στους ιμπεριαλιστές της δικής του κάθε φορά χώρας.
(…) Φτάνει πια το μακελειό! Κάτω οι πολεμοκάπηλοι μέσα κι έξω από τα σύνορα!
Να μπει τέλος στη δολοφονία των λαών!
(…) Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!»
Όπως βλέπουμε και στο περίφημο κείμενο του Λίμπκνεχτ, το πνεύμα στο οποίο κινείται ο Γερμανός επαναστάτης είναι αντίστοιχο με αυτό του Λένιν. Καμία συμφιλίωση με την αστική «μας» τάξη. Καμία υποστήριξη στον εθνικισμό και στη φιλοπόλεμη «υπεράσπιση της πατρίδας» που προπαγανδίζουν με κάθε τρόπο οι εγχώριοι και ξένοι κεφαλαιοκράτες για την υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων. Βασικός μας εχθρός είναι πρώτα η ντόπια αστική τάξη κι αυτό ισχύει για κάθε εμπόλεμη χώρα και τον λαό της. Διεθνιστικός προλεταριακός ταξικός αγώνας για το σταμάτημα του πολέμου. Επανάσταση και Σοσιαλισμός για μια ουσιαστική ειρήνη μεταξύ των λαών!
Η μπροσούρα του με τίτλο «Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!» γράφεται τον Μάιο του 1915, με αφορμή την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία στην Αυστροουγγαρία την ίδια περίοδο. Έναν χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1916, η Ιταλία θα κηρύξει τον πόλεμο και στη Γερμανία.
«Οι λαϊκές μάζες των χωρών που διεξάγουν τον πόλεμο έχουν αρχίσει να απελευθερώνονται από το δίκτυο των ψεμάτων της κυβερνητικής προπαγάνδας. Ο γερμανικός λαός έχει αρχίσει κι αυτός να συνειδητοποιεί ποιοι είναι οι άμεσοι υπαίτιοι για το ξέσπασμά του (…). Γιγαντώθηκε η θέληση για γρήγορη επικράτηση της ειρήνης παντού – ακόμα και στον στρατό! Αυτό αποτελεί σοβαρή ανησυχία για τους Γερμανούς και Αυστριακούς ιμπεριαλιστές (…).
Η ενεργή εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο θέλουν να λειτουργήσει γι’ αυτούς ως ευπρόσδεκτη ευκαιρία που θα πυροδοτήσει νέο ντελίριο εθνικού μίσους, θα καταπνίξει την επιθυμία για ειρήνη, θα εξαφανίσει τα ίχνη της δικής τους ενοχής. Σπεκουλάρουν πάνω στη λήθη του γερμανικού λαού, πάνω στην τόσο συχνά δοκιμασμένη υπομονή του (…)
Τα σχέδιά τους πρέπει να ανατραπούν – και θα ανατραπούν εφόσον το κομμάτι του γερμανικού προλεταριάτου που παραμένει πιστό στον διεθνή σοσιαλισμό, εξακολουθεί να έχει συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και να στέκεται αντάξιό της σε αυτούς τους φρικτούς καιρούς. (…)
Ενημερωνόμαστε για τα πάντα, δεν ξεχνάμε τίποτα! (…)
Ρωτάμε: Σε ποιον χρωστάει ο γερμανικός λαός τη συνέχιση του φρικτού αυτού πολέμου, σε ποιόν χρωστάει την εμπλοκή της Ιταλίας; Σε ποιον άλλο πέρα από τους ανεύθυνους υπεύθυνους στην ίδια του τη χώρα (…)
Το να «ενημερωνόμαστε και να θυμόμαστε» ισχύει πάνω απ’ όλα για τον ηρωικό αγώνα που έκαναν και κάνουν ακόμα οι Ιταλοί σύντροφοί μας ενάντια στον πόλεμο. Αγωνίζονται με τον Τύπο, με συγκεντρώσεις, με συλλαλητήρια στους δρόμους, αγωνίζονται με επαναστατική δύναμη και τόλμη, αντιστεκόμενοι ψυχή τε και σώματι ενάντια στις φρικτές επιπτώσεις των εθνικιστικών κυμάτων που ξεσηκώνει η εξουσία!
(…) Διεθνής προλεταριακός ταξικός αγώνας ενάντια στη διεθνή ιμπεριαλιστική κατακρεούργηση των λαών, αυτό είναι το σοσιαλιστικό κάλεσμα του καιρού μας.
(…) Ο βασικός εχθρός του γερμανικού λαού είναι στην ίδια τη Γερμανία: Είναι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός (…). Αυτόν τον εσωτερικό εχθρό πρέπει να πολεμήσει ο γερμανικός λαός, να τον πολεμήσει με την πολιτική πάλη, σε συνεργασία με το προλεταριάτο των άλλων χωρών, του οποίου ο αγώνας στρέφεται ενάντια στους ιμπεριαλιστές της δικής του κάθε φορά χώρας.
(…) Φτάνει πια το μακελειό! Κάτω οι πολεμοκάπηλοι μέσα κι έξω από τα σύνορα!
Να μπει τέλος στη δολοφονία των λαών!
(…) Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!»
Όπως βλέπουμε και στο περίφημο κείμενο του Λίμπκνεχτ, το πνεύμα στο οποίο κινείται ο Γερμανός επαναστάτης είναι αντίστοιχο με αυτό του Λένιν. Καμία συμφιλίωση με την αστική «μας» τάξη. Καμία υποστήριξη στον εθνικισμό και στη φιλοπόλεμη «υπεράσπιση της πατρίδας» που προπαγανδίζουν με κάθε τρόπο οι εγχώριοι και ξένοι κεφαλαιοκράτες για την υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων. Βασικός μας εχθρός είναι πρώτα η ντόπια αστική τάξη κι αυτό ισχύει για κάθε εμπόλεμη χώρα και τον λαό της. Διεθνιστικός προλεταριακός ταξικός αγώνας για το σταμάτημα του πολέμου. Επανάσταση και Σοσιαλισμός για μια ουσιαστική ειρήνη μεταξύ των λαών!
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ, ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΚΑΙ «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
Τη διαδικασία διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολούθησε η επέμβαση, γνωστή και ως «Μικρασιατική Εκστρατεία» (1919-1922), των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Εδώ και περίπου έναν αιώνα, η επίσημη αιτιολογία για την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη είναι η παρουσία στα παράλια της Μικράς Ασίας ισχυρής ελληνικής μειονότητας. Η απόβαση, αλλά και η όλη μικρασιατική εκστρατεία προβάλλονται ως εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, ώστε να καθαγιαστεί μια στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε με σκοπό την υποδούλωση ενός άλλου λαού και, βέβαια, κατέληξε στην καταστροφή και τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής, αλλά και στον σφαγιασμό των τούρκικων πληθυσμών.
Τυπικά, τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου του Παρισιού. Στην απόφαση για απόβαση του ελληνικού στρατού σημειωνόταν πως σκοπός ήταν να εμποδιστούν οι σφαγές σε βάρος των χριστιανών και ότι ο ελληνικός στρατός θα επιτελούσε εκπολιτιστικό έργο στην περιοχή… Βέβαια, μια τέτοια επιχειρηματολογία μας θυμίζει με κάθε τρόπο τις σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που βαφτίζονται «ειρηνευτικές αποστολές» για τη «δημοκρατία», την «ελευθερία» κλπ.
Με τους επιστρατευθέντες στον πόλεμο παρουσιάστηκαν και πολλοί νέοι του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, γνωστού και ως ΣΕΚΕ. Αμέσως άρχισαν να δημιουργούν «ομίλους», όπως ονόμαζαν τις ομάδες, σε κάθε στρατιωτική μονάδα που είχαν δυνάμεις. Στο Μέτωπο συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα από αυτούς τους ομίλους. Στο Ναυτικό δημιουργήθηκαν όμιλοι σε όλα σχεδόν τα πλοία και τον Ναύσταθμο που λειτουργούσε ως κέντρο. Τα αντιτορπιλικά «Σφενδόνη» και «Βέλος», που ταξίδευαν συνέχεια Πειραιά – Σμύρνη, γίνονταν τα μέσα αποστολής εφημερίδων και φυλλαδίων προς το Μέτωπο.
Το 1920 στρατεύθηκε και ο Παντελής Πουλιόπουλος. Εκπαιδεύτηκε τηλεγραφητής, έγινε λοχίας και τον έστειλαν να υπηρετήσει στο μέτωπο της Μ. Ασίας. Εκεί συνδέθηκε αμέσως με τους οργανωμένους πυρήνες στρατιωτών. Οι όμιλοι των στρατιωτών ενισχύθηκαν από τους εξόριστους σιδηροδρομικούς που στάλθηκαν στο μέτωπο.
Αξίζει να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το γεγονός: Η Μικρασιατική εκστρατεία, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβάρυνε ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του υπόλοιπου λαού, ιδιαίτερα λόγω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Ο πόλεμος ήταν μια χρυσή ευκαιρία για το κεφάλαιο να κυριαρχήσει σε όλα τα επίπεδα, με πρόσχημα πάντα τον «εθνικοαπελευθερωτικό» πόλεμο που διεξήγαγε η «πατρίδα μας». Ήταν αναγκαίο το εργατικό κίνημα να απαντήσει με αγώνες που να συνδυάζουν οικονομικά με αντιπολεμικά και βέβαια, πολιτικά αιτήματα.
Δημήτριος Γούναρης
Στην Καβάλα οργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο κατά την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Γούναρη. Απεργία και διαδήλωση των εργαζομένων στο Βόλο, όπου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για δύο χρόνια ο Αβραάμ Μπεναρόγιας. Μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών (Φλεβάρης-Μάρτης 1921). Μαχητικές εργατικές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη και τη Δράμα, κ.α.
Μετά την απεργία των σιδηροδρομικών της 21/2/1922, η κυβέρνηση Γούναρη δίνει εντολή σύλληψης των απεργών κατά τη διάρκεια της συνέλευσής τους στις 23 Φλεβάρη. Οι συλληφθέντες στέλνονται στο μέτωπο για τιμωρία… Εκεί εντάσσονται αμέσως στους πυρήνες των στρατιωτών, προσφέροντας τους σημαντική ενίσχυση.
Στο μέτωπο βγαίνει η εφημερίδα Ερυθρός Φρουρός. Οι υπεύθυνοι για την έκδοσή της συλλαμβάνονται, φυλακίζονται για τρεις μήνες και μετά τους σκορπίζουν σε διάφορες μονάδες. Λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου συλλαμβάνονται περίπου 25 στρατιωτικοί, κατηγορούμενοι για αντιπολεμική δράση. Μεταξύ άλλων και ο Πουλιόπουλος. Φυλακίζεται στις φυλακές του Μπαρτζόβα στα περίχωρα της Σμύρνης, για να περάσει στρατοδικείο με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».
Σε λίγο όμως σπάει το μέτωπο, απελευθερώνεται και στέλνεται πίσω στην Αθήνα με τα υπολείμματα του στρατού.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, η Ελλάδα κατακλύζεται από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Την ίδια στιγμή, επιστρέφουν στη χώρα και οι στρατιώτες, που μετά από πολυετή θητεία επιστρέφουν στην κοινωνική ζωή. Νέοι και ωστόσο γερασμένοι από τη φρίκη του πολέμου, κουρασμένοι και απογοητευμένοι, κάποιοι ανάπηροι και βαριά τραυματισμένοι, ρίχνονται άνεργοι στις μεγάλες πόλεις. Μάλιστα, πολλοί αγρότες που επιστρέφουν στα χωριά τους, έχουν χάσει τη γη τους.
Σιγά-σιγά άρχισαν να δημιουργούνται πρωτοβουλίες οργάνωσης των παλαιών πολεμιστών, οι οποίες κατέληξαν και στην «Ένωση των Παλαιών Πολεμιστών». Επικεφαλής της πρώτης ομάδας ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος. Εκατοντάδες μαχητικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν σε όλες τις επαρχίες. Τελικά, οι τοπικές ενώσεις συγκεντρώθηκαν σε μια Πανελλήνια Ομοσπονδία. Το συνέδριό της συνήλθε 5-9 Μαΐου 1924 στην Αθήνα. Πρόεδρος ήταν ο Πουλιόπουλος που θα γράψει και τις αποφάσεις του συνεδρίου με το ψευδώνυμο Φίλιππος Ορφανός. Οι αποφάσεις κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο «Πόλεμος κατά του πολέμου».
Διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου (ακολουθούμε την ορθογραφία της εποχής):
«Είταν ιστορικό το Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που συνήλθε στην Αθήνα τις 5 – 9 του περασμένου Μαΐου. Πρώτη φορά μέσα στη χώρα μας οργανώνεται συστηματικά, συγκεντρώνεται, γενικεύεται και παίρνει μια καθορισμένη μορφή ο αντιπολεμικός και αντιμιλιταριστικός αγώνας. Πρώτη φορά μέσα στην Ελλάδα αντήχησεν άφοβη και ρωμαλέα η φωνή των επιζώντων και των θυσιασμένων του πολέμου, ενάντια στο μεγάλο έγκλημα. Πρώτη φορά οι παλαιοί στρατιώτες τείνουν το χέρι τους προς τους αδελφούς των άλλων χωρών κι επάνω απ’ των πατρίδων τα σύνορα έρχονται κι αυτοί να σφυρηλατήσουν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα της Διεθνούς Αλληλεγγύης των καταδυναστευόμενων λαών του κόσμου.»
Στις Θέσεις του Συνεδρίου που ψηφίστηκαν στις 6 Μαΐου, διαβάζουμε:
«Αν αφαιρέσουμε μια σειρά ημιπαράφρονες στρατιωτικούς, των οποίων η συνείδηση έχει πορωθή και κάθε ανθρώπινο αίσθημα έχει σβυστή και οι οποίοι ως μόνη χαρά της ζωής των έχουν το να βλέπουν χιλιάδες ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται στα πεδία των μαχών κάτω από τα προστάγματά τους – έξω απ’ αυτούς – κάθε λογικός άνθρωπος σήμερα θεωρεί καθήκον του να διακηρύξη ότι είναι κατά του πολέμου, μα ότι τον πόλεμο τονέ δέχεται σαν ένα αναγκαίο κακό.
Ο αντιπολεμικός αγώνας της Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Πολέμου δε θα είχε βέβαια καμμιά ξεχωριστή σημασία για το λαό, αν αναχωρώντας από μια τέτοια αφετηρία επρόκειτο να περιορισθή σε μια πλατωνική αποδοκιμασία του πολέμου. Απεναντίας η Ομοσπονδία μας συγκεντρώνει και κατευθύνει συστηματικά τη σταθερή απόφαση της πιο ζωντανής μερίδος του πολεμήσαντος και επιζώντος λαού, να αναλάβη αληθινό και αποτελεσματικόν αγώνα ενάντια του πολέμου. Ο αντιπολεμικός μας αγώνας επίσης δεν είναι συνέπεια διαθέσεως απλώς μισοπόλεμης και φιλοτομαρικής, δεν προέρχεται από το φόβο των θυσιών και από την επιθυμία να τις αποφύγουμε. (…)
α) Έξω από τους άλλους δευτερεύοντες και περισσότερο παροδικούς λόγους, οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατών προέρχονται από τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις των προνομιούχων ολιγαρχιών, που επικρατούνε μέσα σε κάθε χώρα και επιζητούνε την κατάκτηση όσο το δυνατό μεγαλύτερων πεδίων εκμετάλλευσεως.
β) Η πρόσφατη ιστορία μας απέδειξε τρανά πόσο ύπουλες και λαοπλάνες είναι οι δικαιολογίες περί «εθνικής ενότητος», «αμύνης της χώρας» κλπ, κάτω από τις οποίες σκέπαζαν οι δημιουργοί των πολέμων τ’ αληθινά τους αίτια.
γ) Όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου για το καθένα εμπόλεμο κράτος, τ’ αποτελέσματά του είναι ολέθρια για τους λαούς, πάντα οι λαοί τόσο του νικητού όσο και του νικημένου, βγαίνουν και οι δύο νικημένοι στον πόλεμο (…).
Εδώ και περίπου έναν αιώνα, η επίσημη αιτιολογία για την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη είναι η παρουσία στα παράλια της Μικράς Ασίας ισχυρής ελληνικής μειονότητας. Η απόβαση, αλλά και η όλη μικρασιατική εκστρατεία προβάλλονται ως εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, ώστε να καθαγιαστεί μια στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε με σκοπό την υποδούλωση ενός άλλου λαού και, βέβαια, κατέληξε στην καταστροφή και τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής, αλλά και στον σφαγιασμό των τούρκικων πληθυσμών.
Τυπικά, τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου του Παρισιού. Στην απόφαση για απόβαση του ελληνικού στρατού σημειωνόταν πως σκοπός ήταν να εμποδιστούν οι σφαγές σε βάρος των χριστιανών και ότι ο ελληνικός στρατός θα επιτελούσε εκπολιτιστικό έργο στην περιοχή… Βέβαια, μια τέτοια επιχειρηματολογία μας θυμίζει με κάθε τρόπο τις σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που βαφτίζονται «ειρηνευτικές αποστολές» για τη «δημοκρατία», την «ελευθερία» κλπ.
Με τους επιστρατευθέντες στον πόλεμο παρουσιάστηκαν και πολλοί νέοι του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, γνωστού και ως ΣΕΚΕ. Αμέσως άρχισαν να δημιουργούν «ομίλους», όπως ονόμαζαν τις ομάδες, σε κάθε στρατιωτική μονάδα που είχαν δυνάμεις. Στο Μέτωπο συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα από αυτούς τους ομίλους. Στο Ναυτικό δημιουργήθηκαν όμιλοι σε όλα σχεδόν τα πλοία και τον Ναύσταθμο που λειτουργούσε ως κέντρο. Τα αντιτορπιλικά «Σφενδόνη» και «Βέλος», που ταξίδευαν συνέχεια Πειραιά – Σμύρνη, γίνονταν τα μέσα αποστολής εφημερίδων και φυλλαδίων προς το Μέτωπο.
Το 1920 στρατεύθηκε και ο Παντελής Πουλιόπουλος. Εκπαιδεύτηκε τηλεγραφητής, έγινε λοχίας και τον έστειλαν να υπηρετήσει στο μέτωπο της Μ. Ασίας. Εκεί συνδέθηκε αμέσως με τους οργανωμένους πυρήνες στρατιωτών. Οι όμιλοι των στρατιωτών ενισχύθηκαν από τους εξόριστους σιδηροδρομικούς που στάλθηκαν στο μέτωπο.
Αξίζει να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το γεγονός: Η Μικρασιατική εκστρατεία, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβάρυνε ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του υπόλοιπου λαού, ιδιαίτερα λόγω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Ο πόλεμος ήταν μια χρυσή ευκαιρία για το κεφάλαιο να κυριαρχήσει σε όλα τα επίπεδα, με πρόσχημα πάντα τον «εθνικοαπελευθερωτικό» πόλεμο που διεξήγαγε η «πατρίδα μας». Ήταν αναγκαίο το εργατικό κίνημα να απαντήσει με αγώνες που να συνδυάζουν οικονομικά με αντιπολεμικά και βέβαια, πολιτικά αιτήματα.
Δημήτριος Γούναρης
Στην Καβάλα οργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο κατά την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Γούναρη. Απεργία και διαδήλωση των εργαζομένων στο Βόλο, όπου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για δύο χρόνια ο Αβραάμ Μπεναρόγιας. Μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών (Φλεβάρης-Μάρτης 1921). Μαχητικές εργατικές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη και τη Δράμα, κ.α.
Μετά την απεργία των σιδηροδρομικών της 21/2/1922, η κυβέρνηση Γούναρη δίνει εντολή σύλληψης των απεργών κατά τη διάρκεια της συνέλευσής τους στις 23 Φλεβάρη. Οι συλληφθέντες στέλνονται στο μέτωπο για τιμωρία… Εκεί εντάσσονται αμέσως στους πυρήνες των στρατιωτών, προσφέροντας τους σημαντική ενίσχυση.
Στο μέτωπο βγαίνει η εφημερίδα Ερυθρός Φρουρός. Οι υπεύθυνοι για την έκδοσή της συλλαμβάνονται, φυλακίζονται για τρεις μήνες και μετά τους σκορπίζουν σε διάφορες μονάδες. Λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου συλλαμβάνονται περίπου 25 στρατιωτικοί, κατηγορούμενοι για αντιπολεμική δράση. Μεταξύ άλλων και ο Πουλιόπουλος. Φυλακίζεται στις φυλακές του Μπαρτζόβα στα περίχωρα της Σμύρνης, για να περάσει στρατοδικείο με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».
Σε λίγο όμως σπάει το μέτωπο, απελευθερώνεται και στέλνεται πίσω στην Αθήνα με τα υπολείμματα του στρατού.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, η Ελλάδα κατακλύζεται από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Την ίδια στιγμή, επιστρέφουν στη χώρα και οι στρατιώτες, που μετά από πολυετή θητεία επιστρέφουν στην κοινωνική ζωή. Νέοι και ωστόσο γερασμένοι από τη φρίκη του πολέμου, κουρασμένοι και απογοητευμένοι, κάποιοι ανάπηροι και βαριά τραυματισμένοι, ρίχνονται άνεργοι στις μεγάλες πόλεις. Μάλιστα, πολλοί αγρότες που επιστρέφουν στα χωριά τους, έχουν χάσει τη γη τους.
Σιγά-σιγά άρχισαν να δημιουργούνται πρωτοβουλίες οργάνωσης των παλαιών πολεμιστών, οι οποίες κατέληξαν και στην «Ένωση των Παλαιών Πολεμιστών». Επικεφαλής της πρώτης ομάδας ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος. Εκατοντάδες μαχητικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν σε όλες τις επαρχίες. Τελικά, οι τοπικές ενώσεις συγκεντρώθηκαν σε μια Πανελλήνια Ομοσπονδία. Το συνέδριό της συνήλθε 5-9 Μαΐου 1924 στην Αθήνα. Πρόεδρος ήταν ο Πουλιόπουλος που θα γράψει και τις αποφάσεις του συνεδρίου με το ψευδώνυμο Φίλιππος Ορφανός. Οι αποφάσεις κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο «Πόλεμος κατά του πολέμου».
Διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου (ακολουθούμε την ορθογραφία της εποχής):
«Είταν ιστορικό το Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που συνήλθε στην Αθήνα τις 5 – 9 του περασμένου Μαΐου. Πρώτη φορά μέσα στη χώρα μας οργανώνεται συστηματικά, συγκεντρώνεται, γενικεύεται και παίρνει μια καθορισμένη μορφή ο αντιπολεμικός και αντιμιλιταριστικός αγώνας. Πρώτη φορά μέσα στην Ελλάδα αντήχησεν άφοβη και ρωμαλέα η φωνή των επιζώντων και των θυσιασμένων του πολέμου, ενάντια στο μεγάλο έγκλημα. Πρώτη φορά οι παλαιοί στρατιώτες τείνουν το χέρι τους προς τους αδελφούς των άλλων χωρών κι επάνω απ’ των πατρίδων τα σύνορα έρχονται κι αυτοί να σφυρηλατήσουν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα της Διεθνούς Αλληλεγγύης των καταδυναστευόμενων λαών του κόσμου.»
Στις Θέσεις του Συνεδρίου που ψηφίστηκαν στις 6 Μαΐου, διαβάζουμε:
«Αν αφαιρέσουμε μια σειρά ημιπαράφρονες στρατιωτικούς, των οποίων η συνείδηση έχει πορωθή και κάθε ανθρώπινο αίσθημα έχει σβυστή και οι οποίοι ως μόνη χαρά της ζωής των έχουν το να βλέπουν χιλιάδες ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται στα πεδία των μαχών κάτω από τα προστάγματά τους – έξω απ’ αυτούς – κάθε λογικός άνθρωπος σήμερα θεωρεί καθήκον του να διακηρύξη ότι είναι κατά του πολέμου, μα ότι τον πόλεμο τονέ δέχεται σαν ένα αναγκαίο κακό.
Ο αντιπολεμικός αγώνας της Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Πολέμου δε θα είχε βέβαια καμμιά ξεχωριστή σημασία για το λαό, αν αναχωρώντας από μια τέτοια αφετηρία επρόκειτο να περιορισθή σε μια πλατωνική αποδοκιμασία του πολέμου. Απεναντίας η Ομοσπονδία μας συγκεντρώνει και κατευθύνει συστηματικά τη σταθερή απόφαση της πιο ζωντανής μερίδος του πολεμήσαντος και επιζώντος λαού, να αναλάβη αληθινό και αποτελεσματικόν αγώνα ενάντια του πολέμου. Ο αντιπολεμικός μας αγώνας επίσης δεν είναι συνέπεια διαθέσεως απλώς μισοπόλεμης και φιλοτομαρικής, δεν προέρχεται από το φόβο των θυσιών και από την επιθυμία να τις αποφύγουμε. (…)
α) Έξω από τους άλλους δευτερεύοντες και περισσότερο παροδικούς λόγους, οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατών προέρχονται από τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις των προνομιούχων ολιγαρχιών, που επικρατούνε μέσα σε κάθε χώρα και επιζητούνε την κατάκτηση όσο το δυνατό μεγαλύτερων πεδίων εκμετάλλευσεως.
β) Η πρόσφατη ιστορία μας απέδειξε τρανά πόσο ύπουλες και λαοπλάνες είναι οι δικαιολογίες περί «εθνικής ενότητος», «αμύνης της χώρας» κλπ, κάτω από τις οποίες σκέπαζαν οι δημιουργοί των πολέμων τ’ αληθινά τους αίτια.
γ) Όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου για το καθένα εμπόλεμο κράτος, τ’ αποτελέσματά του είναι ολέθρια για τους λαούς, πάντα οι λαοί τόσο του νικητού όσο και του νικημένου, βγαίνουν και οι δύο νικημένοι στον πόλεμο (…).
Η Ομοσπονδία έδωσε μεγάλους αγώνες. Εξέδιδε εβδομαδιαία εφημερίδα, τον Παλαιό Πολεμιστή. Τελικά, θα διαλυθεί από το δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου. Το βιβλίο «Πόλεμος κατά του πολέμου» αξίζει να μελετηθεί σήμερα, καθώς αντανακλά την εμπειρία των νέων ανθρώπων της εποχής από τα χαρακώματα των ανθρωποφάγων «πατριωτικών» «απελευθερωτικών», «εκπολιτιστικών», αλλά κυρίως ιμπεριαλιστικών πολέμων, όπως και τα πολιτικά συμπεράσματα που βγήκαν από αυτή την εμπειρία. Σύντομα, βέβαια, οι λαοί θα έμπαιναν και πάλι στις φλόγες των πολεμικών συρράξεων…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα θέλαμε να ολοκληρώσουμε τη διαδρομή σ’ αυτό το μέρος της ιστορίας των πολέμων και των αγώνων που γέννησαν, μ’ ένα απόσπασμα από το μανιφέστο «Η 4η Διεθνής και ο Πόλεμος», που γράφει ο Λέον Τρότσκι τον Ιούνιο του 1934. Η μελέτη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και οι θέσεις των επαναστατών-μαρξιστών χρειάζεται να είναι το αντικείμενο ξεχωριστού κειμένου. Ως προς τα ελληνικά πράγματα πάντως, χρειάζεται να μελετηθεί το βιβλίο του Θόδωρου Κουτσουμπού «Ελλάδα 1941-1945: Πόλεμος των χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση».
Διαβάζουμε από το μανιφέστο,
«Η 4η Διεθνής και ο Πόλεμος»:
«Αν το προλεταριάτο βρει πως είναι πέρα από τις δυνάμεις του να εμποδίσει τον πόλεμο διαμέσου της επανάστασης – κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εμποδιστεί ο πόλεμος – οι εργάτες, μαζί με όλο το λαό, θα αναγκαστούν να πάνε στο στρατό και στον πόλεμο. Τα ατομικιστικά κι αναρχικά συνθήματα άρνησης της έκτισης της στρατιωτικής θητείας, της παθητικής αντίστασης, της λιποταξίας, του σαμποτάζ κλπ. είναι σε βασική αντίφαση με τις μεθόδους της προλεταριακής επανάστασης.
Αλλά όπως ακριβώς στο εργοστάσιο ο προχωρημένος εργάτης αισθάνεται να είναι ο σκλάβος του κεφαλαίου, που προετοιμάζεται για την απελευθέρωσή του, έτσι και στον καπιταλιστικό στρατό αισθάνεται ο σκλάβος του ιμπεριαλισμού.
Αναγκασμένος σήμερα να δώσει τους μυώνες του, ακόμα και τη ζωή του, δεν παραδίνει την επαναστατική συνείδησή του. Παραμένει ένας αγωνιστής, μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί τα όπλα, εξηγεί ακόμα και στα χαρακώματα την ταξική σημασία του πολέμου, συσπειρώνει γύρω του τους δυσαρεστημένους, τους ενώνει σε πυρήνες, τους μεταφέρει τις ιδέες και τα συνθήματα του κόμματος, παρακολουθεί άγρυπνα τις αλλαγές στις διαθέσεις των μαζών, το κόπασμα του πατριωτικού κύματος, την ανάπτυξη της αγανάκτησης, και καλεί τους στρατιώτες να βοηθήσουν τους εργάτες στην κρίσιμη στιγμή.»
Θα θέλαμε να ολοκληρώσουμε τη διαδρομή σ’ αυτό το μέρος της ιστορίας των πολέμων και των αγώνων που γέννησαν, μ’ ένα απόσπασμα από το μανιφέστο «Η 4η Διεθνής και ο Πόλεμος», που γράφει ο Λέον Τρότσκι τον Ιούνιο του 1934. Η μελέτη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και οι θέσεις των επαναστατών-μαρξιστών χρειάζεται να είναι το αντικείμενο ξεχωριστού κειμένου. Ως προς τα ελληνικά πράγματα πάντως, χρειάζεται να μελετηθεί το βιβλίο του Θόδωρου Κουτσουμπού «Ελλάδα 1941-1945: Πόλεμος των χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση».
Διαβάζουμε από το μανιφέστο,
«Η 4η Διεθνής και ο Πόλεμος»:
«Αν το προλεταριάτο βρει πως είναι πέρα από τις δυνάμεις του να εμποδίσει τον πόλεμο διαμέσου της επανάστασης – κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εμποδιστεί ο πόλεμος – οι εργάτες, μαζί με όλο το λαό, θα αναγκαστούν να πάνε στο στρατό και στον πόλεμο. Τα ατομικιστικά κι αναρχικά συνθήματα άρνησης της έκτισης της στρατιωτικής θητείας, της παθητικής αντίστασης, της λιποταξίας, του σαμποτάζ κλπ. είναι σε βασική αντίφαση με τις μεθόδους της προλεταριακής επανάστασης.
Αλλά όπως ακριβώς στο εργοστάσιο ο προχωρημένος εργάτης αισθάνεται να είναι ο σκλάβος του κεφαλαίου, που προετοιμάζεται για την απελευθέρωσή του, έτσι και στον καπιταλιστικό στρατό αισθάνεται ο σκλάβος του ιμπεριαλισμού.
Αναγκασμένος σήμερα να δώσει τους μυώνες του, ακόμα και τη ζωή του, δεν παραδίνει την επαναστατική συνείδησή του. Παραμένει ένας αγωνιστής, μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί τα όπλα, εξηγεί ακόμα και στα χαρακώματα την ταξική σημασία του πολέμου, συσπειρώνει γύρω του τους δυσαρεστημένους, τους ενώνει σε πυρήνες, τους μεταφέρει τις ιδέες και τα συνθήματα του κόμματος, παρακολουθεί άγρυπνα τις αλλαγές στις διαθέσεις των μαζών, το κόπασμα του πατριωτικού κύματος, την ανάπτυξη της αγανάκτησης, και καλεί τους στρατιώτες να βοηθήσουν τους εργάτες στην κρίσιμη στιγμή.»
Σάββας Στρούμπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου