Κατακαημένη Αράχωβα,Νταβέλη, Νταβέλη
Ο Χρήστος Νταβέλης (πραγματικό όνομα: Χρήστος Νάτσιος, περ. 1832 – 12 Ιουλίου 1856) ήταν περιβόητος Έλληνας ληστής της Αττικής και της Βοιωτίας.
Κατά παλαιότερη εκδοχή, γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας περί το 1832[1] από ποιμενική οικογένεια αρβανιτόβλαχων.[2] Νεότερη άποψη θεωρεί πιθανότερη την καταγωγή του από την Αράχωβα, αν και μερικοί συγγραφείς υποδεικνύουν τα Στύρα Εύβοιας.[3]
Για κάποιο διάστημα ήταν βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης, των οποίων το γάλα πουλούσε στην Αθήνα (άλλη παράδοση υποδεικνύει τη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι). Όταν κάποτε ο ηγούμενος της μονής του έδωσε ερωτικό γράμμα για να το παραδώσει σε μοναχή της πόλης, ο Νάτσιος από περιέργεια το πήγε σε κάποιον να του το διαβάσει. Μαθαίνοντας το περιεχόμενό του, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή και από τότε έγινε τακτικός επισκέπτης της. Όταν το έμαθε ο ηγούμενος εξοργίστηκε και συκοφάντησε τον Νάτσιο στις αρχές για κλοπή. Λόγω της άδικης κατηγορίας ο Νάτσιος τιμωρήθηκε με ραβδισμό στις φτέρνες (φάλαγγα) και στη συνέχεια διέφυγε στα Στύρα.
Εκεί ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά, ο οποίος όμως την είχε τάξει σε ένα πλούσιο τσέλιγκα. Όταν έφτασε στο χωριό ένα απόσπασμα αναζητώντας κάποιον φυγόστρατο που λεγόταν Νάστος, ο τσέλιγκας για να τον εκδικηθεί για την κόρη του παπά, υπέδειξε τον Νταβέλη. Εκείνος τους απεκάλυψε το πραγματικό του όνομα χωρίς όμως να γίνει πιστευτός. Όταν αυτοί θέλησαν να τον συλλάβουν αντιστάθηκε και ακολούθησε συμπλοκή όπου σκότωσε έναν χωροφύλακα και κατάφερε να ξεφύγει.[3]
Μετά από αυτό το περιστατικό, βρήκε καταφύγιο στα βουνά, στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη (πραγματικό όνομα Μπελούλιας). Σύντομα όμως, ως άνθρωπος με ενεργητικότητα και πνεύμα πρωτοβουλίας, δημιούργησε τη δική του συμμορία με την οποία λήστευε ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς.[3]
Στη συμμορία του Νταβέλη, η οποία καταδυνάστευσε την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα, ανήκαν και λήσταρχοι όπως ο Βασίλης Καλαμπαλίκης, ο Λουκάς Μπελούλιας ή Κακαράπης από το Κυριάκι, ο Φουντούκης από την Δεσφίνα, ο Λουκάς Λιοντάκης ή Συνοδιάς από το Δαδί, ο Ζαφείρης Κουκουβίνος από την Εύβοια και ο μοναχός Διονύσιος Κυριακιώτης.
Όταν η Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, η οποία είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη, ενώ ταυτόχρονα την είχε ερωτευτεί ο υπαρχηγός του Γιάννης Μέγας, ο δεύτερος έγινε ορκισμένος εχθρός του Νταβέλη και αργότερα κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έγινε αξιωματικός.[3] Το 1853, ο Νταβέλης δρούσε στη Θεσσαλία.
Η ληστρική δράση του Νταβέλη δεν είχε κάτι το εξαιρετικό για την εποχή του, πέραν ενός συγκεκριμένου περιστατικού το οποίο διέδωσε τη φήμη του στην Ελλάδα, καθώς εξελήφθη από τους Έλληνες ως πράξη αντίστασης εναντίον της ξένης αυθαιρεσίας.
Το 1855, στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, με τον ηθελημένα ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αθήνας από τον αγγλο-γαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά, ο Νταβέλης μετακινήθηκε πέτυχε, στην οδό Πειραιώς, τη σύλληψη Γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας.[4]
Για την απελευθέρωσή του αξιωματικού, ο οποίος ονομαζόταν Μπερτώ (ή Μπρετώ), ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας, αφενός να αποφύγει την ανάμιξη των ξένων Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για την διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής.
Η είσπραξη των λύτρων στην παραλία του Κορινθιακού, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών, εξόργισε τους άλλους λήσταρχους, οι οποίοι προσδοκούσαν από την απελευθέρωση του ξένου αξιωματικού αντί χρημάτων, την παροχή γενικής αμνηστίας.
Τον Δεκέμβριο του 1855 και τους πρώτους μήνες του 1856, η συμμορία του Νταβέλη δρούσε στη βορειοανατολική Αττική, πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Μαραθώνα. Τότε ενδέχεται να χρησιμοποίησε ως προσωρινό κρησφύγετο το Σπήλαιο Πεντέλης ή Σπήλαιο Αμώμων, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά από την πλατεία Αγίας Τριάδας Πεντέλης. Στα κρησφύγετά του συγκαταλέγεται επίσης το σπήλαιο – βάραθρο Δρακοκάρκαρο στον Παρνασσό[εκκρεμεί παραπομπή].
Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά, μεταμφιεσμένος, στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης. Τοπική παράδοση αναφέρει πως, από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της. Ωστόσο, ο θρύλος αυτός δεν φαίνεται να έχει βάση, καθώς όλα δείχνουν ότι η επιστροφή του Νταβέλη, ως ληστή, στην Πεντέλη συνέβη λίγο μετά τον θάνατο της δούκισσας.[5]
Την άνοιξη του 1856, κορυφώθηκε η δράση του γύρω από την Αθήνα. Τον Μάιο, αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην κωμόπολη του Μενιδίου, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Μετά από αυτή την ταπείνωση, η Χωροφυλακή τον καταδίωξε ανελέητα μέχρι τον Παρνασσό. Τότε η αλληλογραφία της κόμισσας Μπανκόλι, η οποία προσπαθούσε να φυγαδεύσει τον Νταβέλη και τη συμμορία του στην Ιταλία, έπεσε στα χέρια της Χωροφυλακής.
Με γνωστές πια τις επόμενες κινήσεις του, μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων κατόρθωσε να τον περικυκλώσει, κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας.[5] Αυτό συνέβη στις 12 Ιουλίου του 1856. Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους. Επικεφαλής ήταν ο Αραχωβίτης υπολοχαγός Γιάννης Μέγας.
Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Νταβέλης προσφέρθηκε να μονομαχήσει μέχρι θανάτου με τον πρώην σύντροφό του, Γιάννη Μέγα. Ο Μέγας, πνέοντας ακόμη μανία εκδίκησης εναντίον του πρώην αρχηγού του, όρμησε για να του κόψει το κεφάλι με τη λόγχη του. Όμως ο Νταβέλης πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα, πριν ο ίδιος τρυπηθεί από άλλον χωροφύλακα, πυροβολώντας τον και φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια».
Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.[5] Στη συμπλοκή στην σκοτώθηκαν 17 ακόμη παράνομοι, μεταξύ των οποίων οι Κακαράπης, Ζαφείρης και Φουντούκης.
Το τραγούδι που αναφέρεται στον φόνο του στο Ζεμενό είναι γνωστό παραδοσιακό τραγούδι:
Κατακαημένη Αράχωβα, Νταβέλη, Νταβέλη
Και Δίστομο και Δαύλεια, αχ μωρέ Χρήστο Νταβέλη
Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους Κακαραπαίους
Αχ στο Ζεμενό τους έχουμε, τους πολεμάει ο Μέγας
ο Μέγας απ’τη Ράχωβα και ο Δούκας απ’ τη Δαύλεια
Εις τα ταμπούρια πήδηξε (σημ. ο Μέγας) με το σπαθί στο χέρι
Και τον Φουντούκην έκοψε και τον Χρήστο Νταβέλη.
Μυθογραφία
Ο Χρήστος Νταβέλης ήταν λαϊκός ήρωας στην εποχή του. Ο λαός τον τραγούδησε κι έπλασε γι’ αυτόν πάρα πολλές ιστορίες που κάποιες από αυτές αγγίζουν τα όρια του μύθου.
Οι αποτρόπαιοι ηρωισμοί του έγιναν αντικείμενο για λαϊκά αναγνώσματα και θεατρικά έργα. Ακόμα και στο ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών πέρασε. Παίχτηκε το 1936 στο θέατρο Ερμής στο Πασαλιμάνι με τον τίτλο Ο Λήσταρχος Κακαράπης από τον καραγκιοζοπαίχτη Χρήστο Χαρίδημο.
Για τον Νταβέλη, ως λαϊκό ανάγνωσμα, έγραψαν ο Δημ. Χανός στο «Η λαϊκή λογοτεχνία, το λαϊκό μυθιστόρημα» (τομ. Β’ Αθήνα 1987) και ο Κυριάκος Δ. Κάσσης στο «Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1949» (Αθήνα 1983).
Επίσης ο Λέσβιος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, φιλοτέχνησε τον πίνακα Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος Νταβέλης το 1855, με ελαιοχρώματα πάνω σε χαρτόνι (23 x 31,5 εκ.), αχρονολόγητο κι ανυπόγραφο, ο οποίος βρίσκεται στη Δημοτική Πινακοθήκη της Ρόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου