Ήταν τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου του 1962. Είχα τελειώσει το Δημοτικό σχολείο και μια μέρα άκουσα ένα φίλο μου να λέει:
“Ρέε, ξέρ’τι; Έχ’ νι ’ρθεί στ’ν Αράχουβα Αμερικάν'ι, να γυρίσ’νι τινία ”.
Ε, αυτό ήταν! Καθημερινά βγαίναμε στην αγορά, για να δούμε το κινηματογραφικό συνεργείο της Metro Goldwyn Mayer (M.G.M.), το πώς θα γυρίσει κάποιες σκηνές μέσα στο χωριό.
Την Αράχωβα είχαν επισκεφτεί αρκετές φορές ελληνικά κινηματογραφικά συνεργεία και είχαμε δει, από κοντά, πολλούς δημοφιλείς ηθοποιούς, όπως: το Χριστόφορο Νέζερ, το Γιώργο Παπά, το Λάμπρο Κωνσταντάρα, την Έλλη Λαμπέτη, την Ελένη Ζαφειρίου, τη Μαλαίνα Ανουσάκη, το Σπύρο Φωκά, τον Αντρέα Μπάρκουλη, τη Χριστίνα Σύλβα, τον Αρτέμη Μάτσα, το Γιώργο Καμπανέλλη, την Αλεξάνδρα Λαδικού, την Έφη Οικονόμου, τη Μίρκα Καλατζοπούλου, τον Ερίκο Μπριόλα κ.α.
Αυτή, όμως, η ξένη κινηματογραφική έφοδος στο χωριό μας, με κατάληψη της Αγοράς (δρόμου και κεντρικών καφενείων), δεν είχε όμοιό της. Καταρχάς, το όνομα της ταινίας ήταν: “In the cool of the day”- στην Ελλάδα παίχθηκε με τον τίτλο: “Διακοπές στην Αθήνα” - παραγωγής 1963, σε σκηνοθεσία Robert Stevens.
Ήταν μια ρομαντική ιστορία με δραματικό απρόοπτο, που συνδύαζε επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας μας, άρα και στους Δελφούς και σε άλλα ελληνικά αξιοθέατα. Στο έργο αυτό ακουγόταν το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκη: “In the Cool of the day”, το οποίο τραγουδούσε o μεγάλος Αμερικανός τραγουδιστής Nat King Cole.
Τα περισσότερα γυρίσματα της ταινίας έγιναν φυσικά στη χώρα μας, το καλοκαίρι του 1962. Πρωταγωνιστούσε, ο γνωστός Άγγλος ηθοποιός Πήτερ Φίντς (Peter Finch), το ταλέντο του οποίου είχαν ανακαλύψει ο Σερ Λόρενς Ολίβιε (Ser Laurence Olivier) και η Βίβιαν Λι (Vivien Leigh).
Αυτός, μέχρι τότε, είχε αποσπάσει πολλά βρετανικά καλλιτεχνικά βραβεία (BAFTA) και αργότερα, το 1977, μετά το θάνατό του μάλιστα, κέρδισε βραβείο Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου για ταινία του της προηγούμενης χρονιάς (1976).
Συμπρωταγωνιστούσε, στην ταινία που γυριζόταν, και η είκοσι τεσσάρων ετών τότε, ενζενύ, και αργότερα μεγάλη σταρ, Τζέιν Φόντα (Jane Fonda), βραβευμένη κι αυτή μετά από χρόνια με δυο βραβεία Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου.
Ο Πήτερ Φίντς στο διάλειμμα των γυρισμάτων καθόταν με τη συντροφιά του στο υπαίθριο του καφενείου «Ζάμπα» της Αγοράς, κάτω από τις κουτσουπιές και έπινε το ποτό του, έχοντας ύφος υπεροπτικό.
Εκτός από το μπλαζέ ύφος του, μου είχαν κάνει εντύπωση οι ρυτίδες του στο μελαψό από τον ελληνικό καλοκαιρινό ήλιο πρόσωπό του, κυρίως, όμως, το χρώμα του πουκαμίσου του, κάτι ανάμεσα σε «μπλε ηλεκτρίκ» και «μπλε ρουά», εξαιρετικής ποιότητας - καμιά σχέση με τα τότε ελληνικά κοντομάνικα - που ταίριαζε πολύ με τα γοητευτικά μπλε μάτια του.
Θυμάμαι, μπλαζέ ύφος, με μεσογειακό όμως στιλ, είχε και ο μεγάλος σταρ του ελληνικού κινηματογράφου Λάμπρος Κωνσταντάρας, περιμένοντας να παίξει κάποια σκηνή του στο έργο: «Αν όλες οι γυναίκες του κόσμου», λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1966.
Ατένιζε ο «Λαμπρούκος» από τον «Αφανό» την κοιλάδα του Πλειστού, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια του, επιδεικτικά το ένα πάνω στο άλλο με ύφος καρδινάλιου κι ούτε καταδεχόταν να ρίξει μια ματιά στους πιτσιρικάδες, που βρίσκονταν εκεί γύρω του και τον παρατηρούσαν με θαυμασμό.
***
Τη νεαρή, λοιπόν, Τζέιν Φόντα τη θυμάμαι βαμμένη με πολύ μέικ απ, για να φαίνεται καλά στο φακό, πράγμα που φυσικά τότε αγνοούσα και αναρωτιόμουνα για το πολύ βάψιμο του προσώπου της.
Περπατούσε μέσα στον κεντρικό δρόμο της Αράχοβας με ένα ωραίο άσπρο φόρεμα ψηλή, λεπτή, σπαθάτη, με ωραίο πρόσωπο και ελκυστικό σώμα. Φαινόταν σαν αρχαία θεά. Περπατούσε και θαρρούσες, πως δεν έβλεπε κανέναν γύρω της και ας είχαν μαζευτεί εκεί μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, αργόσχολοι και μη. Τώρα που το σκέπτομαι, πιστεύω ότι όλοι αυτοί θα μας έβλεπαν, τότε, στο χωριό, όπως περίπου έβλεπαν το 19ο αιώνα οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες τους ιθαγενείς της Αφρικής.
Στο απέναντι υπαίθριο του καφενείου «Κέντρο», βρισκόταν πάνω σ’ ένα τραπέζι μια γραφομηχανή και μια ευτραφής ξένη κυρία έγραφε κάπου - κάπου, κάτω από τις οδηγίες κάποιου υπεύθυνου. Ίσως εκεί γίνονταν οι τελευταίες διορθώσεις - αλλαγές των διαλόγων του σεναρίου, που σε λίγο καλούνταν να παίξουν οι ηθοποιοί. Πιο δίπλα ήταν μια σπαστή πολυθρόνα. Στο πανί της ράχης της ήταν γραμμένη μια αγγλική λέξη. ίσως και να ’γραφε: Director (Σκηνοθέτης).
Ο δρόμος της αγοράς είχε γεμίσει από μεγάλα κλειστά φορτηγά της ξένης κινηματογραφικής εταιρείας. Μέσα απ’ αυτά έβγαζαν: κάμερες, ράγες για κίνηση του φακού μπρος - πίσω, τεράστιους προβολείς, χοντρά καλώδια και ό,τι άλλες κατασκευές απαιτούσαν τα εξωτερικά γυρίσματα. Υπήρχε κι αυτοκίνητο που έφερε πάνω του γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, για τους δυνατούς προβολείς του συνεργείου. Υπήρχε ακόμη και καντίνα που μοίραζε σάντουιτς, καφέδες και χυμούς σε όλους όσους απασχολούνταν στα γυρίσματα.
Τότε ήταν που είδα, για πρώτη φορά, λευκά πλαστικά κύπελλα για σερβίρισμα καφέ και χυμών. Και, ακόμη, ήταν η πρώτη φορά που είδα ασυρμάτους (γουόκι τόκι), με τους οποίους συνεννοούνταν μεταξύ τους οι άνθρωποι του κινηματογραφικού συνεργείου, περπατώντας μέσα στα αραχοβίτικα στενά.
Παρακολούθησα δυο σκηνές που γυρίστηκαν μέσα στο χωριό. Η μια στην ωραία πέτρινη βρύση της Αγοράς, την “ Τομαρόβρυση”, όπου η ηθοποιός Τζέιν Φόντα πλησίαζε, για να πιει αχόρταγα δροσερό νερό και χαριεντιζόταν με τον παρτενέρ της.
Υπήρχε και ένα σκυλί, νομίζω κυνηγόσκυλο, που ορμούσε να πιει και αυτό στη βάση της βρύσης, ενώ χαρακτηριστικοί τότε γέροντες της αγοράς με την παραδοσιακή καμζόλα τους κάθονταν στο υπαίθριο του «Ζάμπα» - θυμάμαι συγκεκριμένα το μεγαλόσωμο γέρο Τσερέπα να καπνίζει αρειμανίως με το χαρακτηριστικό τσιμπούκι του.
Μέσα στο ίδιο αυτό κινηματογραφικό πλάνο υπήρχαν και μικρά παιδιά της Αγοράς, που έπαιζαν «κυνηγητό», τρέχοντας τον ανήφορο προς τον «Αγκάρσιο» και τη σκάλα της Δημαρχίας.
Αυτή η σκηνή γυρίστηκε πολλές φορές, και σκέφτομαι πόσο αλμυρό φαγητό πρέπει να είχαν ταΐσει το καημένο ζώο, διότι σε κάθε πρόβα γυρίσματος έτρεχε ασυγκράτητο για να ξεδιψάσει. Τα παιδιά, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, είχαν πάρει καλό χαρτζιλίκι για το «κυνηγητό» τους.
Η άλλη σκηνή ήταν μια συνάντηση της Τζέιν Φόντα με το συμπρωταγωνιστή της σε ένα στενό γραφικό δρομάκι του χωριού συγκεκριμένα σε αυτό που οδηγούσε από το καφενείο του “Κουτρουλού”, τότε, προς στην “Πληκόβρυση”. Η αφετηρία μάλιστα της σκηνής ήταν έξω από το σπίτι του Θανάση Ζορμπά (Πλήτσου) και ειδικότερα στα παρακείμενα σκαλοπάτια που οδηγούν προς την «Πληκόβρυση».
Για την εν λόγω σκηνή είχαν στρώσει ένα μεγάλο μέρος αυτού του δρόμου, γύρω από τη συγκεκριμένη θέση συνάντησης, με ειδικό μουσαμά, χρώματος καφέ ανοικτής απόχρωσης, κρύβοντας έτσι το από κάτω γκαλντερίμι και αυτό επίσης μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Αναρωτιόμουν για ποιο λόγο άραγε;
Η μόνη δικαιολογία, που μπορώ να δώσω σήμερα, είναι ότι ο σκηνοθέτης, ίσως, ήθελε να εξασφαλίσει την αίσθηση χωμάτινου δρόμου ή καλύτερη φωτεινότητα, δεδομένου ότι το υπάρχον τότε γκαλντερίμι, με τις γκρίζες πέτρες και τις ανωμαλίες του, θα απορροφούσε περισσότερο φως, με αποτέλεσμα τη μείωση της φωτεινότητας της όλης σκηνής.
Στον ίδιο αυτό δρόμο καθώς επίσης στα σκαλοπάτια μεταξύ των σπιτιών Γραντσιώτη και Χριστόπουλου, ένα ή δυο χρόνια πριν από τους Αμερικάνους, είχαν γυριστεί σκηνές από ελληνικό συνεργείο, για το κινηματογραφικό έργο: “Καραγκούνα”, με πρωταγωνιστές τη Χριστίνα Σύλβα, τον Αντρέα Μπάρκουλη, τον Γιώργο Καμπανέλλη, τον Γιάννη Αργύρη και πολλούς άλλους ηθοποιούς.
Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, μόλις τέλειωσε το σχολείο, ξεχύθηκε όλος ο μαθητόκοσμος προς την Αγορά - οι υφαντές τσάντες μας ανέμιζαν στον αέρα πέρα δώθε, δεν στέκονταν καν στις πλάτες μας - για να δούμε τα κινηματογραφικά γυρίσματα.
Εμείς τα αγόρια τρέχαμε, κυρίως, για να δούμε το Μίμη Στεφανάκο, εκλεκτό μέλος της φημισμένης τότε σειράς παικτών του Ολυμπιακού: Ρωσίδη, Κοτρίδη, Πολυχρονίου, Μουράτη, Μουστακλή, Μπέμπη, Υφαντή κλπ.
Ο Μίμης Στεφανάκος ψηλός, αθλητικός και γεροδεμένος ήταν το φοβερό σέντερ μπακ του «Θρύλου» του Πειραιά. Έπαιζε κι αυτός στο παραπάνω έργο, δοκιμάζοντας φαίνεται τις υποκριτικές του δυνατότητες.
Τότε, βεβαίως, δεν ξέραμε τον ακριβή λόγο της άφιξής του στο χωριό μας, και η παιδική «ραδιοαρβύλα» αναμετάδιδε ότι ο Μίμης Στεφανάκος είχε έλθει στα μέρη μας, γιατί τάχα ήταν ερωτευμένος με μια από τις ηθοποιούς που θα έπαιζαν στο έργο !!!
Από τα γυρίσματα αυτά έχω και μια άλλη αξέχαστη εικόνα. Την ημέρα άφιξης του συνεργείου στην Αράχοβα, αργά το απόγευμα, είχα πάει στο κουρείο του «Αγησίλαου Αρβανιτάκου» - βρισκόταν δίπλα στην ταβέρνα του «Κλάπα» (Γ. Δασαργύρη), καθόσον η ταβέρνα τότε δεν έπιανε όλο τον ισόγειο χώρο - για να κουρευτώ με την ψιλή, όπως πάντα, μηχανή σύμφωνα με την αυστηρή εντολή του πατέρα μου.
Βγαίνοντας γουλί από το κατάστημα, έπεσα επάνω σε δυο καλοντυμένες κυρίες, που έρχονταν από τη μεριά του φαρμακείου «Καστανά». Τις κοίταξα φευγαλέα και σάστισα εντυπωσιασμένος από τα πανέμορφα μάτια της μιας εξ αυτών. Τέτοια εντυπωσιακά γυναικεία μάτια δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου.
Την άλλη μέρα διαπίστωσα ότι η πανέμορφη αυτή κυρία ήταν η Χριστίνα Σύλβα, που πρωταγωνιστούσε στην παραπάνω ελληνική ταινία. Πράγματι, τα μάτια της ήταν τα πιο υπέροχα μάτια του ελληνικού κινηματογράφου την εποχή εκείνη.
***
Οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και τους ξένους κινηματογραφιστές ήσαν εμφανείς. Οι Έλληνες στα εξωτερικά τους γυρίσματα δεν χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικούς προβολείς. Για να φωτίσουν λοιπόν τα πρόσωπα των ηθοποιών επαρκώς, είχαν μεγάλα ταμπλό ντυμένα με φύλλα αλουμινίου.
Οι αρμόδιοι βοηθοί, κάτω από τις εντολές και οδηγίες του σκηνοθέτη, τα έστρεφαν με κατάλληλη γωνία προς τον ήλιο, έτσι ώστε με τη βοήθεια του φαινομένου της ανάκλασης να εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος πρόσθετος φωτισμός πάνω στα σώματα και ειδικότερα πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών.
Οι δοκιμές ήσαν λίγες πριν το τελικό γύρισμα της σκηνής, και επειδή γινόταν εκεί γύρω το σχετικό αλαλούμ, φώναζαν να απομακρυνθούμε, για να μην ενοχλούμε με τις φωνές μας και κυρίως να μην εμποδίζουμε τους φροντιστές και τους ηθοποιούς στη δουλειά τους.
Οι Αμερικάνοι, αντίθετα, ήσαν ήρεμοι και προγραμματισμένοι, είχαν ισχυρούς προβολείς, έκαναν πολλές δοκιμές πριν την τελική λήψη της κάθε σκηνής και οριοθετούσαν με σύστημα το χώρο του γυρίσματος. Μόνο από μακριά μπορούσες να παρακολουθήσεις τα δρώμενα.
Υπήρχε μια σκηνή, που θα ήταν η πιο συγκλονιστική απ’ όλες. Αφορούσε στη σύγκρουση δυο αυτοκινήτων, σε απόσταση οκτώ (8) περίπου χιλιομέτρων έξω από την Αράχοβα, στη θέση: «Χτούπα», κοντά δηλαδή στην υποβλητική τοποθεσία της Στενής.
Μάλιστα, οι φήμες έλεγαν ότι το ένα αυτοκίνητο θα έπεφτε στον γκρεμό και με ειδικό τάχα δίχτυ θα το έπιαναν, για να μην κινδυνέψει κανένας από τους ηθοποιούς. Ε, αυτό ήταν! Η παιδική φαντασία μου άρχισε να οργιάζει. Σκεφτόμουν, συνεχώς, πώς θα γινόταν αυτό το κόλπο. Έμαθα από τους μεγαλύτερους, πότε θα ήταν το γύρισμα της ενδιαφέρουσας σκηνής και κατέστρωσα το δικό μου σχέδιο απόδρασης προς τα εκεί.
Tη συγκεκριμένη μέρα, είπα στη μάνα μου ότι θα πήγαινα στο μποστάνι μας, «στα Μούλτσια», που βρισκόταν στην ίδια κατεύθυνση με την τοποθεσία της κινηματογραφικής σύγκρουσης, για να ποτίσω.
Ξεκίνησα λοιπόν το πρωί κι έφτασα στο κτήμα, ψευτοπότισα τις ντοματιές, αγγουριές και φασολιές, έκοψα γρήγορα το νερό, απίθωσα το σκαλιστήρι στην ειδική κρυψώνα στο διπλανό αρμακά, κάτω από μια αμπελίνα, και τράβηξα ανατολικά στο δημόσιο δρόμο προς την πλευρά του Ζεμενού, έχοντας τη μεγάλη λαχτάρα να δω το περίεργο αυτό κινηματογραφικό συμβάν.
Ανέβηκα στην «Μπάνια», πέρασα από τη παλιά γέφυρα της «Τούμπρης» και το «Ζεμενό» και κατευθυνόμουνα προς τη «Χτούπα». Η ώρα περνούσε, ο καλοκαιρινός ήλιος έκαιγε δυνατά πάνω από το κεφάλι μου. όμως, το ξένο κινηματογραφικό συνεργείο δεν φαινόταν πουθενά. Οι οδηγοί και οι επιβάτες κάποιων αυτοκινήτων που περνούσαν για Αράχοβα - Δελφούς, με κοίταζαν περίεργα.
Όταν πλησίασα στη συγκεκριμένη τοποθεσία, βασίλευε απόλυτη ερημιά κι απογοητεύτηκα. Αναγκάστηκα στενοχωρημένος, κουρασμένος και διψασμένος να γυρίσω πίσω στο χωριό. Στην επιστροφή με περίμεναν άλλα οκτώ χιλιόμετρα ποδαρόδρομος.
Κάποια στιγμή, το απόγευμα, έφτασα στο σπίτι κατάκοπος, σχεδόν εξαντλημένος. οι δικοί μου ήσαν αναστατωμένοι. Ευτυχώς, έλειπε ο πατέρας μου στα κτήματα. Άρχισαν οι διερευνητικές ερωτήσεις, για το πού ήμουνα τόσες ώρες. Τους είπα: «στο μποστάνι για πότισμα», και επειδή δεν πείστηκαν, έπεσε η πρώτη σχετική. Αναγκάστηκα, τελικώς, να ομολογήσω την αλήθεια. Τότε, έπεσαν και οι απαραίτητες συμπληρωματικές, για αποφυγή επανάληψης τέτοιων ενεργειών.
Είχαν δίκιο. χωρίς να υπολογίζω κανένα κίνδυνο, είχα απομακρυνθεί από το χωριό μόνος μου, μικρό παιδί, μέσα στο καλοκαιρινό καταμεσήμερο, γύρω στα οκτώ χιλιόμετρα. Έτσι, πλήρωσα για την Τζέιν Φόντα, για να την θυμάμαι καλά.
Αργότερα, όταν η φήμη της ανέβηκε στα ύψη κι είχε πια εδραιωθεί στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα ως μεγάλη σταρ, είχα τους λόγους μου να είμαι περήφανος. Χαλάλι το ξύλο που έφαγα μικρός, για χάρη της.
Πέρασαν τα χρόνια, και προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 είδα, τυχαία, στο τηλεοπτικό πρόγραμμα κάποιας εφημερίδας ότι θα παιζόταν στην τηλεόραση το έργο: “Διακοπές στην Αθήνα”. Το σημείωσα και τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα στήθηκα μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης για να δω το έργο. κυρίως για να δω τις σκηνές που είχαν γυριστεί στην Αράχοβα και ειδικά αυτή της σύγκρουσης των αυτοκινήτων, για την οποία είχα ταλαιπωρηθεί και τιμωρηθεί.
Νομίζω ότι τις σκηνές μέσα στο χωριό δεν τις έδειξε όλες. φαίνεται ότι κάποιες δεν πέρασαν το απαραίτητο τεστ, στο μοντάζ. Η σκηνή, όμως, όχι της σύγκρουσης, αλλά της παραλίγο σύγκρουσης υπήρχε και συνοδευόταν από ένα ελληνικό μικροκαβγά μεταξύ των εκατέρωθεν οδηγών, για το ποιος έφταιγε.
Απογοητεύτηκα. αλλιώς φανταζόμουνα τη σκηνή και αλλιώς είχε προκύψει. Είπα, μέσα μου, κρίμα στην ταλαιπωρία μου και την τιμωρία μου. Όμως, η κούρασή μου δικαιώθηκε με άλλο τρόπο, γιατί ο σκηνοθέτης διάλεξε να δείξει ένα μέρος της διαδρομής προς Αράχοβα, ειδικά αυτής που είχα κάνει άδικα εκείνη τη μέρα κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο.
Συγκεκριμένα, δείχνει τη διαδρομή λίγο πριν και λίγο μετά από την παλιά γέφυρα της «Τούμπρης», και, αν θυμάμαι καλά και την παλιά αυτή γέφυρα. ένα τοπίο δηλαδή άγριο, που μοιάζει κάπως με τα βραχώδη τοπία της αμερικανικής Δύσης.
Αργότερα, έμαθα, τυχαία πάλι από την τηλεόραση, ότι στην εν λόγω σκηνή της σύγκρουσης θα έκανε, παραλίγο, το ντεμπούτο του στον ξένο κινηματογράφο, ως καβγατζής οδηγός του ενός αυτοκινήτου, ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός Κώστας Βουτσάς.
Ο ίδιος είχε πει ότι την εποχή που κατέβηκε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, για αναζήτηση καλύτερης καλλιτεχνικής τύχης, έλαβε μέρος σε οντισιόν, που έκαναν οι ξένοι παραγωγοί της Μ.G.M. στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», για τους ρόλους των οδηγών.
Όπως, επίσης, ομολόγησε ο ίδιος, τους άρεσε μεν το στήσιμό του και η φάτσα του, αλλά δεν τον προσέλαβαν να παίξει, επειδή δεν γνώριζε καλά Αγγλικά, ώστε να μπορούν να συνεργαστούν με άνεση μαζί του. Κρίμα, γιατί διαφορετικά ο αγαπητός μας Κώστας Βουτσάς θα είχε κάνει τα πρώτα του διεθνή καλλιτεχνικά βήματα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό μας.
Στάθης Ασημάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου