Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Το Δίστομο, με το βιβλίο

 "Η αμηχανία της νοσταλγίας μου"




     ταξιδεύει στην Καλιφόρνια για να βρει τους ομογενείς μας !!!

                                               

Γράφει ο: 

Πέτρος Μπασδέκης   

     

Πριν από 100 και πλέον χρόνια, πολλοί Διστομίτες άφησαν το ξεροκόμματο στην Ψωροκώσταινα. 


Στ’ αμπάρια και στο κατάστρωμα πλοίων ξεκίνησαν το ταξίδι της ξενιτιάς για Αμέρικα. 


Οι συμπατριώτες της πρώτης φουρνιάς μεταναστών, περιπλανήθηκαν κι αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες από τους ντόπιους.


                      «Οι Έλληνες είναι λευκοί ή μαύροι;».


          «Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα» - «Filthy Greeks».


                    «All American, no rats, no Greeeks».


                    «Τι θ’ απογίνουμε στον άξενο τόπο.


                  Όλα μας διώχνουν κι όλα μας κρατούν


                           σ’ αυτόν δαιμονισμένα».


     Όμως με τα χρόνια οι ομογενείς, κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Αγωνίστηκαν για την αποδοχή, νίκησαν το ρατσισμό, αγόρασαν σπίτια, άνοιξαν μαγαζιά, χτίσανε εκκλησιές και ελληνικά σχολειά!


 Σήμερα αρματολόγοι οικονομικά και κοινωνικά, μα δυστυχώς αφομοιώνονται σιγά-σιγά. Τη δεκαετία του ‘70 έφυγαν για Αμερική οι καλύτεροί μου φίλοι. Τώρα θα ταξιδέψει το βιβλίο μου για να θυμίσει στους παλιούς και να μάθουν οι νέοι πως ζούσαν οι γονείς τους.

                                               ------

                          Ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου.


     «Στο τραπέζι όλα τα καλούδια. Σαρμαδάκια γιαλαντζί, ένα ρογί λάδι και ξεροσαρδέλες πλυμένες στο ξύδι, που 'ναι αδυναμία του Νικάκια. Στο κέντρο μια στόφα, που στο πυρωμένο σίδερο συχνά η γιαγιά μου ψήνει κάστανα και κεφτεδάκια. Μοσκοβολάει η αγνή, φτωχική γειτονιά. Στο ζερβί πλάγι, απ' ένα καταρράχτη, σκυφτός κατεβαίνεις με πέντε σκαλιά στο κατώγι. Το δάπεδο είναι από χώμα, τα ντουβάρια ασουβάντιστα. Μέσα χωράει μια βαρέλα ξινόμαυρο κρασί κι ένα πιθάρι λάδι. Στον τοίχο κρεμασμένες πλεξάνες σκόρδα και κρομμύδια. Η μαυροντυμένη γιαγιά μου ανασηκώνοντας ελαφριά τους ώμους, με χέρια στρουμπουλά δένει το μαύρο τσεμπέρι. Σκύβει και τ' ανασηκώνει στο μέτωπό της με την απαλάμη. Σφουγγίζοντας τα μάτια της μ' αυτό, νταντεύει την μοναξιά της και βάνει τα χέρια διπλωμένα σε κέθρινη μαγκούρα. Σε ψάθινη καρέκλα ο Νικάκιας, με γαρούφαλλο στ' αυτί, πίνει χαμόμηλο από τσίγκινο παγούρι που 'χε απ' το στρατό με τ' αρχικά του. Έχει κατεβασμένους άτονα τους ώμους και Καζαμία ανοιχτό στα πόδια, σα μαθητούδι. Το δωμάτιο μοσκοβολά απ' τις μανταρινόφλουδες που καίγονται στη στόφα...»……

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φοβερές αναμνήσεις!άλλο να το ζεις και άλλο να το διαβάζεις!

Καταρρέουν οι μύθοι των ΑΠΕ

  ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΕΩΝ ΜΑΙΝΑΛΟΥ «Όταν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός ψήφιζαν το Μάαστριχτ για την απελευθέρωση των αγορών, μας έλεγαν...