Το βράδυ της 20ης Αυγούστου 1968, η εισβολή των Σοβιετικών τανκς στην Πράγα
Φωτογραφία: Σοσιαλισμός ναι, Κατοχή όχι!, αφίσα που κυκλοφόρησε στην Πράγα μετά την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας
Η Άνοιξη της Πράγας παραπέμπει στα γεγονότα που συγκλόνισαν την Τσεχοσλοβακία κατά τη διάρκεια του πρώτου οκταμήνου του 1968, ενός έτους ιδιαίτερα πυκνού σε γεγονότα. Χαρακτηρίζει την τελευταία ίσως, πριν από την περεστρόικα, προσπάθεια εκδημοκρατισμού και μεταρρύθμισης του κομμουνιστικού συστήματος, η οποία κατεστάλη βίαια από τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» άρχισε τον Ιανουάριο του 1968 με την εκλογή στην ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας του παν μέγιστου Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Οι πρωταγωνιστές αυτής της πορείας χαρακτήρισαν τους προγραμματικούς τους στόχους «αναγεννησιακό προτσές» ή «διαδικασία του Γενάρη». Ο όρος «Ανοιξη της Πράγας», με τον οποίο αυτά τα γεγονότα έμειναν τελικά στην Ιστορία, αποτέλεσε εφεύρεση των δυτικών ΜΜΕ.
Η εκλογή Ντούμπτσεκ
Η εκλογή του μέχρι τότε σχεδόν άγνωστου ηγέτη των Σλοβάκων κομμουνιστών, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, στο αξίωμα του γενικού γραμματέα του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποτέλεσε προϊόν συμβιβασμού μεταξύ της ανανεωτικής και της σκληροπυρηνικής πτέρυγας των στελεχών που απάρτιζαν την Κεντρική Επιτροπή. Και οι δύο πτέρυγες επιθυμούσαν την απομάκρυνση του όχι ιδιαίτερα δημοφιλούς Αντονιν Νοβότνι, μέχρι τότε ηγέτη του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, στον οποίο επέρριψαν την ευθύνη για τη γενικευμένη δυσαρέσκεια που επικρατούσε στην τσεχοσλοβακική κοινωνία, ιδιαίτερα στη νεολαία, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60. Στην απομάκρυνση του Νόβοτνι συνέβαλε επίσης τόσο η αλαζονική στάση του ίδιου έναντι των Σλοβάκων όσο και η λανθασμένη επιλογή του κατά τη διάρκεια διεκδίκησης της σοβιετικής ηγεσίας από τους Λεονίντ Μπρέζνιεφ και Αλεξέι Κοσίγκιν, καθώς ο Νoβότνι είχε επιλέξει να υποστηρίξει τον ηττημένο Κοσίγκιν. Η πρώτη φάση της εσωκομματικής πάλης στην Τσεχοσλοβακία έληξε τον Μάρτιο του 1968 με την οριστική επικράτηση των ρεφορμιστών και την απομάκρυνση του Νοβότνι από τον θώκο του προέδρου της χώρας, αξίωμα στο οποίο εξελέγη ο δημοφιλής στρατηγός Λούντβικ Σβόμποντα.
Τον επόμενο μήνα η ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας υιοθέτησε ένα μεταρρυθμιστικό «Σχέδιο Δράσης» με το οποίο χαλάρωσαν τα μέτρα λογοκρισίας, αποκαταστάθηκαν τα κομματικά στελέχη που είχαν υποστεί διωγμούς τη δεκαετία του ’50, υιοθετήθηκαν ορισμένα μέτρα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, καθώς και οικονομικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της παραγωγής κυρίως καταναλωτικών προϊόντων. Παράλληλα, δρομολογήθηκε η πορεία ομοσπονδιοποίησης της Τσεχοσλοβακίας σε δύο ισότιμες δημοκρατίες: την τσεχική και τη σλοβακική. Η ανακοίνωση αυτών των μεταρρυθμίσεων αγκαλιάστηκε από την πλειονότητα των Τσεχοσλοβάκων πολιτών. Για πρώτη φορά μετά το 1946, χρονιά κατά την οποία η πλειοψηφία των Τσεχοσλοβάκων έδωσε την πρωτιά στις εκλογές στους κομμουνιστές, τα κομματικά στελέχη έχαιραν και πάλι ευρείας λαϊκής υποστήριξης, καθώς επίσης αυξήθηκε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τις πολιτικές εξελίξεις και η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ανησυχία στις ηγεσίες της Ανατολικής Ευρώπης
Μολονότι η ρεφορμιστική ηγεσία των Τσεχοσλοβάκων κομμουνιστών δεν αμφισβήτησε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πρωτοκαθεδρία του Κομμουνιστικού Κόμματος, ούτε τη συμμετοχή της χώρας στο σοβιετικό σύστημα (Σύμφωνο Βαρσοβίας, ΚΟΜΕΚΟΝ), οι εξελίξεις στη χώρα προκάλεσαν αρχικά ανησυχία κυρίως στις σκληροπυρηνικές ηγεσίες των περιφερειακών χωρών, όπως της Ανατολικής Γερμανίας και της Πολωνίας. Ακολούθησαν συστάσεις φρονηματισμού όσο και έμμεσες απειλές προς την τσεχοσλοβακική ηγεσία να περιορίσει το εύρος των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να μη χάσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Από τον Ιούνιο, όμως, οι εξελίξεις ξεπέρασαν και τους πλέον φιλόδοξους στόχους της ρεφορμιστικής πτέρυγας των Τσεχοσλοβάκων κομμουνιστών, καθώς αυξανόταν η πίεση της κοινής γνώμης για επίσπευση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού. Εμφανίστηκαν οι πρώτες οργανωμένες ομάδες αντιφρονούντων (ΚΑΝ, Κ231), ενώ στα τέλη Ιουνίου δημοσιεύθηκε η έκκληση «Δύο χιλιάδες λέξεις» την οποία συνέταξαν στελέχη της Τσεχοσλοβακικής Ακαδημίας Επιστημών και την υποστήριξαν επιφανείς διανοούμενοι και συγγραφείς. Με το σύντομο αυτό «μανιφέστο» ασκούνταν κριτική στη συντηρητική πτέρυγα του Κόμματος, η οποία επιχειρούσε να καθυστερήσει ή να αναστρέψει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Την ίδια περίοδο, στη μεθοριακή πόλη Τσιέρνα ναντ Τίσοου, στα σύνορα Τσεχοσλοβακίας - ΕΣΣΔ, πραγματοποιήθηκε διμερής συνάντηση της σοβιετικής και της τσεχοσλοβακικής κομματικής ηγεσίας. Κατά τη διάρκειά της, ο Ντούμπτσεκ και οι Τσεχοσλοβάκοι ρεφορμιστές καταδίκασαν το μανιφέστο των «Δύο χιλιάδων λέξεων», ενώ παρείχαν πρόσθετες διαβεβαιώσεις νομιμοφροσύνης στη Μόσχα. Υποσχέθηκαν επιπλέον ότι θα αναλάβουν δράση προκειμένου να ελέγξουν τη δραστηριότητα των «αντισοσιαλιστικών στοιχείων». Κατόπιν τούτων οι Σοβιετικοί ενέκριναν την αποχώρηση των στρατευμάτων τους, που εκείνη την περίοδο συμμετείχαν σε ασκήσεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες διεξάγονταν στην Τσεχοσλοβακία. Ακόμη, επικύρωσαν την πρόθεση της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας να συγκαλέσει κομματικό συνέδριο στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Για τη «συμμόρφωση» της απείθαρχης τσεχοσλοβακικής ηγεσίας συγκλήθηκε στις 3 Αυγούστου στην Μπρατισλάβα νέα συνάντηση, στην οποία αυτή τη φορά συμμετείχαν και οι άλλοι τέσσερις «σκληροί» σύμμαχοι των Σοβιετικών, δηλαδή Ανατολικογερμανοί, Βούλγαροι, Πολωνοί και Ούγγροι. Στη σύσκεψη αυτή διαμορφώθηκε το γνωστό «Δόγμα Μπρέζνιεφ», το οποίο απέρριπτε κατηγορηματικά την υιοθέτηση από τις χώρες – δορυφόρους της Μόσχας διαφορετικού μοντέλου οικοδόμησης του σοσιαλισμού ή οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική απόκλιση από το επιβεβλημένο σοβιετικό μοντέλο. Οπως αναφερόταν χαρακτηριστικά, «εάν σε κάποια σοσιαλιστική χώρα εμφανιστεί πρόβλημα, αυτό αποτελεί πρόβλημα όλου του Ανατολικού Μπλοκ». Η τσεχοσλοβακική ηγεσία, κατά τις εκτιμήσεις των σκληροπυρηνικών της Μόσχας και των άλλων δορυφόρων, δεν κινήθηκε τόσο δραστήρια όσο αναμενόταν για την αποκατάσταση της πρότερης τάξης. Οταν ο «Σάσα» Ντούμπτσεκ δεν εισάκουσε με την αρμόζουσα προθυμία τις τελευταίες παραινέσεις που του απηύθυνε ο ίδιος Μπρέζνιεφ στις 13 Αυγούστου του ’68, ο κύβος πλέον είχε ριφθεί και τα σχέδια για εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τέθηκαν σε εφαρμογή.
Η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία
Προκειμένου να προλάβουν τη διεξαγωγή του κομματικού συνεδρίου στις αρχές Σεπτεμβρίου, το οποίο αναμενόταν να ενισχύσει περαιτέρω τις θέσεις των ρεφορμιστών, τα σοβιετικά στρατεύματα, συνεπικουρούμενα από μονάδες της Ανατολικής Γερμανίας, της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας, εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 20ης Αυγούστου. Στους δρόμους της Πράγας και των άλλων πόλεων της Τσεχίας και της Σλοβακίας εμφανίστηκαν 4.600 τανκς και συνολικά 160.000 στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίοι χωρίς να συναντήσουν αντίσταση έθεσαν υπό τον έλεγχό τους όλα τα νευραλγικά σημεία της χώρας. Από την πρώτη στιγμή στελέχη της KGB συνέλαβαν τους πρωταγωνιστές της Ανοιξης της Πράγας, ενώ κατέστειλαν βίαια τις μαζικές διαδηλώσεις που προκάλεσε η επέμβασή τους. Τα θύματα της εισβολής ανέρχονται σε 120, στο σύνολό τους άοπλοι πολίτες.
Συστηματική αποδόμηση
Η σοβιετική ηγεσία επιχείρησε να εγκαταστήσει στην Πράγα μια «εργατο-αγροτική κυβέρνηση» αποτελούμενη από στελέχη των σκληροπυρηνικών Τσεχοσλοβάκων. Η έλλειψη όμως οποιουδήποτε λαϊκού ερείσματος οδήγησε τους Σοβιετικούς να ακυρώσουν το εγχείρημα. Στη συνέχεια, με απόφαση του Κρεμλίνου, ο Ντούμπτσεκ και τα κορυφαία στελέχη του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος οδηγήθηκαν αεροπορικώς στη Μόσχα προκειμένου, έπειτα από έναν μαραθώνιο ασφυκτικών πιέσεων, να αποδεχτούν ως τετελεσμένο γεγονός την εισβολή και την «προσωρινή διαμονή» των σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα, η οποία τελικά διήρκεσε μέχρι το τέλος του 1989.
Μετά την εισβολή των Σοβιετικών άρχισε η σταδιακή αλλά συστηματική αποδόμηση της Ανοιξης της Πράγας και των πρωταγωνιστών της. Από το τσεχοσλοβακικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαγράφηκαν ή αποχώρησαν περίπου μισό εκατομμύριο μέλη, τα οποία αρνήθηκαν να επικυρώσουν τη νέα κομματική γραμμή. Στα ΜΜΕ δημοσιεύονταν χιλιάδες δηλώσεις μετανοίας «παρασυρμένων» από τους ρεφορμιστές. Τη θέση των ιδεολόγων που αποχώρησαν από το Κόμμα και τον κρατικό μηχανισμό σύντομα κατέλαβαν οι ανανήψαντες ή νέα μέλη και στο εξής η απόκτηση κομματικού βιβλιαρίου έγινε συνώνυμο μιας επιτυχημένης επαγγελματικής καριέρας. Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, αφού για κάποιο μικρό διάστημα υπηρέτησε ως πρέσβης στην Αγκυρα, καθαιρέθηκε από όλα τα αξιώματα και διορίστηκε υπάλληλος της Υπηρεσίας Δασών σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή της Σλοβακίας. Παρόμοια ή πολύ χειρότερη τύχη επιφυλάχθηκε στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της Ανοιξης της Πράγας, όπως και στα εκατοντάδες χιλιάδες κομματικά μέλη τα οποία αρνήθηκαν να συνεργαστούν με το νέο καθεστώς της «ομαλοποίησης» που επέβαλε ο Γκούσταβ Χούσακ, ο νέος «άνθρωπος» των Σοβιετικών. Πάνω από τριακόσιες χιλιάδες Τσεχοσλοβάκοι, στην πλειονότητά τους επιστήμονες και διανοούμενοι, εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας πολιτικό άσυλο σε χώρες της Δύσης. Μεταξύ αυτών και ο γνωστός συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, ο οποίος αργότερα κατέγραψε με μυθιστορηματικό τρόπο το χρονικό της εισβολής, στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι».
Διασπάσεις στα Κ.Κ. της Δύσης
Η βίαιη καταστολή της Ανοιξης της Πράγας επέφερε, μεταξύ άλλων, έντονες αντιδράσεις και διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων, ιδιαιτέρως αυτών της Δύσης. Μετά την εισβολή στην Πράγα, τα Κ.Κ. της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας αυτονομήθηκαν μερικώς από την κηδεμονία της Μόσχας, δημιουργώντας το ιδεολογικό ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού». Με αυτό συντάχθηκε και το ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο προέκυψε λίγο μετά τη διάσπαση της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της λεγόμενης 12ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη τον Φεβρουάριο του 1968. Τα γεγονότα της Ανοιξης της Πράγας επισφράγισαν ουσιαστικά τη νέα διάσπαση τόσο μεταξύ των μελών του ΚΚΕ όσο και ανάμεσα στις κοινότητες των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Στην προσφυγική κοινότητα της Τσεχοσλοβακίας επικράτησε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, η γραμμή του «Εσωτερικού» και γι’ αυτό πολλά μέλη της υπέστησαν διώξεις και διακρίσεις παρόμοιες με αυτές που δοκίμαζαν οι Τσεχοσλοβάκοι διαφωνούντες.
Συμβολικό τέλος στην Ανοιξη της Πράγας έθεσε με τον θάνατό του ο 21χρονος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Γιαν Πάλαχ, ο οποίος εμπνεόμενος από το παράδειγμα των βουδιστών μοναχών που αυτοπυρπολούνταν στο μακρινό Βιετνάμ, αποφάσισε να θέσει τέλος στη ζωή του με τον ίδιο τραγικό τρόπο. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εισβολή των Σοβιετικών αυτοπυρπολήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1969. Υπέκυψε στα τραύματά του τρεις μέρες αργότερα.
* Ο κ. Κώστας Τσίβος είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου